Η έννοια του άγχους διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη θεωρητική σκέψη του Sigmund Freud, καθώς συνδέεται με τις βασικές αρχές της ψυχανάλυσης και τη λειτουργία του ψυχικού οργάνου. Κατά τη διάρκεια της πορείας του, ο Freud διατύπωσε δύο διακριτές θεωρητικές προσεγγίσεις για το άγχος, οι οποίες αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Στην αρχική του θεώρηση, το άγχος θεωρήθηκε ως συνέπεια της καταστολής των ενστίκτων, μια διαδικασία που σχετίζεται με την οικονομία της ψυχικής ενέργειας (Freud, 1895/1950). Ωστόσο, σε μεταγενέστερη φάση, ο Freud αναθεώρησε τη θεωρία του και εισήγαγε την έννοια του «σήματος άγχους», το οποίο λειτουργεί ως προειδοποίηση του Εγώ απέναντι σε έναν επικείμενο ψυχικό κίνδυνο (Freud, 1926).
Στην αρχική του προσέγγιση, ο Freud αντιλαμβάνεται το άγχος ως ένα φαινόμενο που συνδέεται άμεσα με την οικονομία της ψυχικής ενέργειας και τη λειτουργία του ψυχισμού. Βασιζόμενος στη λεγόμενη “ενεργειακή άποψη”, θεωρεί ότι το άγχος προκύπτει από την αποτυχία εκφόρτισης της ενέργειας που συσσωρεύεται στον ψυχισμό. Στα πρώιμα έργα του, όπως «Η ερμηνεία των ονείρων» (Freud, 1900) και «Τρία Δοκίμια για τη Θεωρία της Σεξουαλικότητας» (Freud, 1905), ο Freud συνδέει το άγχος πρωτίστως με την καταπιεσμένη σεξουαλική ενέργεια, αποδίδοντάς του σωματογενή προέλευση.
Advertisment
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το άγχος αποτελεί άμεση συνέπεια της μη ικανοποιημένης σεξουαλικής διέγερσης. Ο Freud θεωρεί ότι η λιβιδινική ενέργεια – δηλαδή η ψυχική ενέργεια που σχετίζεται με τις σεξουαλικές ορμές – όταν δεν εκφορτίζεται μέσω της ικανοποίησης, συσσωρεύεται και προκαλεί δυσφορία. Το άγχος επομένως, προκύπτει ως ένα είδος μετασχηματισμένης έντασης, που δεν βρίσκει διέξοδο.
Η θεωρία αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι η ψυχή λειτουργεί βάσει της “αρχής της εκφόρτισης”, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε ενέργεια παράγεται εντός του ψυχικού συστήματος πρέπει να διοχετεύεται ή να εκτονώνεται με κάποιον τρόπο. Όταν η εκφόρτιση αυτή δεν είναι εφικτή, τότε το υποκείμενο βιώνει άγχος. Σε αυτή τη φάση της σκέψης του, ο Freud θεωρεί το άγχος ως ένα παθητικό και μηχανικό αποτέλεσμα της καταπίεσης ενστικτωδών ορμών, κυρίως σεξουαλικής φύσης.
Επιπλέον, ο Freud κάνει διάκριση ανάμεσα στο “πραγματικό άγχος” και στο “νευρωτικό άγχος”. Το πραγματικό άγχος αφορά μια φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού σε έναν εξωτερικό κίνδυνο, ενώ το νευρωτικό άγχος σχετίζεται με τις εσωτερικές συγκρούσεις και την καταστολή των ενστίκτων. Σε αυτή τη φάση της θεωρίας του, η έμφαση δίνεται κυρίως στην εσωτερική προέλευση του άγχους, θεωρώντας ότι πηγάζει από την αδυναμία του ψυχισμού να διαχειριστεί την αυξανόμενη ψυχική ένταση (Laplanche & Pontalis, 1973).
Advertisment
Ωστόσο, η θεωρία αυτή παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα, καθώς δεν εξηγεί ικανοποιητικά γιατί το άγχος εμφανίζεται ακόμα και σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει άμεση καταστολή της σεξουαλικής ορμής. Αυτό το θεωρητικό κενό θα οδηγήσει τον Freud αργότερα σε μια ριζική αναθεώρηση της αντίληψής του για το άγχος, προτείνοντας μια νέα θεωρία στην οποία το άγχος δεν αποτελεί απλώς συνέπεια της καταστολής, αλλά λειτουργεί ως σήμα κινδύνου για τον ψυχισμό (Freud, 1926).
Η αναθεωρημένη θεωρία του Freud για το άγχος διατυπώνεται στο έργο του «Αναστολή, Σύμπτωμα και Άγχος» (Freud, 1926), όπου εγκαταλείπει την αρχική του άποψη ότι το άγχος είναι αποτέλεσμα της καταπιεσμένης σεξουαλικής ενέργειας. Αντίθετα, προτείνει ότι το άγχος λειτουργεί ως ένα σήμα κινδύνου, το οποίο ενεργοποιείται από το Εγώ όταν αυτό αντιλαμβάνεται μια απειλή. Αυτή η θεωρητική μετατόπιση εντάσσεται στο πλαίσιο της δομικής θεωρίας του ψυχισμού, σύμφωνα με την οποία η ψυχή οργανώνεται σε τρεις διακριτές δομές: το Αυτό, το Εγώ και το Υπερεγώ.
Σύμφωνα με αυτή τη νέα θεώρηση, το άγχος δεν έχει αποκλειστικά βιολογική προέλευση, αλλά συνδέεται με τις ψυχικές διεργασίες και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Ο Freud διακρίνει πλέον το άγχος ως μια ενεργητική αντίδραση του ψυχισμού απέναντι σε έναν πραγματικό ή φαντασιακό κίνδυνο. Σε αντίθεση με την προηγούμενη θεωρία, όπου το άγχος προέκυπτε ως μηχανική συνέπεια της καταστολής ενστίκτων, τώρα θεωρείται μια λειτουργία του Εγώ που έχει προστατευτικό χαρακτήρα (Freud, 1926).
Ένα από τα βασικά σημεία αυτής της νέας προσέγγισης είναι ότι το άγχος αποτελεί έναν προειδοποιητικό μηχανισμό, ένα «σήμα συναγερμού» που ενεργοποιείται όταν το άτομο βιώνει μια κατάσταση που θυμίζει κάποια παλαιότερη τραυματική εμπειρία. Μέσω αυτής της λειτουργίας, το άγχος επιτρέπει στο άτομο να λάβει μέτρα για την αποφυγή μιας ενδεχόμενης ψυχικής κρίσης ή ενός πραγματικού κινδύνου. Το Εγώ χρησιμοποιεί το άγχος ως μηχανισμό αυτοπροστασίας, κινητοποιώντας αμυντικούς μηχανισμούς, όπως η απώθηση ή η εξιδανίκευση (Laplanche & Pontalis, 1973).
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της θεωρίας αυτής είναι ότι το άγχος δεν προέρχεται μόνο από εξωτερικούς κινδύνους, αλλά και από εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αυτές εντοπίζονται στη δυναμική σχέση μεταξύ του Αυτό, του Εγώ και του Υπερεγώ. Το Αυτό, ως έδρα των ενστικτωδών παρορμήσεων, πιέζει για άμεση ικανοποίηση, ενώ το Υπερεγώ, ως ηθικός ρυθμιστής, θέτει περιορισμούς και κανόνες. Το Εγώ, που λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, καλείται να εξισορροπήσει αυτές τις αντίρροπες δυνάμεις. Όταν το Εγώ αδυνατεί να διαχειριστεί τις εσωτερικές συγκρούσεις, τότε το άγχος εμφανίζεται ως προειδοποιητικό σημάδι (Freud, 1926).
Η νέα θεωρία του Freud αποτέλεσε σημαντική εξέλιξη στην κατανόηση των ψυχικών διαταραχών, καθώς εισήγαγε μια πιο σύνθετη και ψυχοδυναμική προσέγγιση για το άγχος. Έθεσε τα θεμέλια για μεταγενέστερες θεωρίες που εξετάζουν το άγχος όχι μόνο ως βιολογική αντίδραση, αλλά και ως ψυχικό φαινόμενο που σχετίζεται με τις άμυνες του Εγώ και τις ασυνείδητες συγκρούσεις (Klein, 1948; Lacan, 1962).
Οι δύο θεωρίες του Freud για το άγχος παρουσιάζουν θεμελιώδεις διαφορές, τόσο ως προς την προέλευσή του όσο και ως προς τη λειτουργία του στον ψυχισμό.
Στην πρώτη θεωρία, που βασίζεται σε ένα ενεργειακό μοντέλο, το άγχος θεωρείται αποτέλεσμα της συσσώρευσης λιβιδινικής ενέργειας, η οποία δεν εκτονώνεται λόγω καταστολής. Η προέλευσή του είναι κυρίως σωματική, καθώς προκύπτει από την αποτυχία εκφόρτισης της ενστικτώδους ενέργειας, ιδιαίτερα της σεξουαλικής (Freud, 1905). Το Εγώ σε αυτή την προσέγγιση παίζει έναν παθητικό ρόλο, καθώς υποκύπτει στην ένταση που δημιουργείται από την καταπιεσμένη ενέργεια. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το άγχος είναι το άμεσο αποτέλεσμα της καταπίεσης, καθώς το ψυχικό σύστημα αδυνατεί να διαχειριστεί την ένταση που προκύπτει από τη μη ικανοποίηση των ενστίκτων.
Στη δεύτερη θεωρία, που παρουσιάστηκε στο έργο «Αναστολή, Σύμπτωμα και Άγχος» (Freud, 1926), η ερμηνεία του άγχους αλλάζει ριζικά. Εδώ, το άγχος δεν θεωρείται πλέον συνέπεια της καταστολής, αλλά ένα σήμα κινδύνου που ενεργοποιείται από το Εγώ όταν αντιλαμβάνεται μια επικείμενη ψυχική απειλή. Η προέλευσή του είναι πλέον ψυχολογική και όχι απλώς βιολογική, καθώς σχετίζεται με τις εσωτερικές συγκρούσεις του ψυχισμού. Το Εγώ αποκτά έναν πιο ενεργό ρόλο, λειτουργώντας ως ρυθμιστής που διαχειρίζεται την ένταση και ενεργοποιεί μηχανισμούς άμυνας για την αντιμετώπιση του άγχους.
Μια άλλη σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο θεωριών αφορά τη σχέση μεταξύ άγχους και καταπίεσης. Στην πρώτη θεωρία, η καταπίεση θεωρείται η βασική αιτία του άγχους, καθώς οδηγεί σε συσσώρευση ψυχικής ενέργειας που δεν μπορεί να εκτονωθεί. Στη δεύτερη θεωρία, αντίθετα, το άγχος προηγείται της καταπίεσης και λειτουργεί ως προειδοποιητικός μηχανισμός που ωθεί το Εγώ να καταστείλει ανεπιθύμητες ή απειλητικές παρορμήσεις. Έτσι, η καταπίεση δεν είναι η αιτία του άγχους, αλλά ένας μηχανισμός αντιμετώπισής του.
Η εξέλιξη από την πρώτη στη δεύτερη θεωρία αντανακλά τη συνολική μετατόπιση του Freud από τα ενεργειακά μοντέλα του ψυχισμού προς μια πιο ψυχοδυναμική και δομική θεώρηση των ψυχικών λειτουργιών. Στην αρχική του θεωρία, ο Freud αντιλαμβάνεται το ψυχικό σύστημα κυρίως μέσα από την οικονομία της ψυχικής ενέργειας και τη λειτουργία της εκφόρτισης. Στη δεύτερη θεωρία, όμως, το άγχος ερμηνεύεται μέσα από τη δυναμική αλληλεπίδραση του Εγώ, του Αυτό και του Υπερεγώ. Η νέα αυτή προσέγγιση προσέφερε μια πιο σύνθετη κατανόηση των ψυχικών συγκρούσεων και άνοιξε τον δρόμο για μεταγενέστερες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις που εξετάζουν το άγχος ως κεντρικό στοιχείο των νευρώσεων και της κλινικής ψυχανάλυσης (Laplanche & Pontalis, 1973).
Η δεύτερη θεωρία του Freud υιοθετήθηκε από τους μεταγενέστερους ψυχαναλυτές και αποτέλεσε τη βάση για σύγχρονες προσεγγίσεις του άγχους. Ο Freud έθεσε τις βάσεις για την κατανόηση του άγχους ως αμυντικού μηχανισμού του Εγώ, έννοια που ενσωματώθηκε στις θεωρίες προσωπικότητας και κλινικής ψυχολογίας.
Η θεωρητική πορεία του Freud για το άγχος αποτελεί μία σημαντική εξέλιξη στην ιστορία της ψυχανάλυσης. Από τη σωματική-βιολογική ερμηνεία του άγχους πέρασε σε μία ψυχολογική θεώρηση, όπου το άγχος είναι ένας μηχανισμός προειδοποίησης του Εγώ. Η εξέλιξη αυτή επηρέασε σημαντικά την κατανόηση των ψυχικών συγκρούσεων και των μηχανισμών άμυνας στην ψυχαναλυτική θεωρία.