Στα δύο η αγορά οίνου: μια συρρικνούμενη κατηγορία χαμηλών τιμών και μια ισχυρή premium

Κοινοποίηση

Η εικόνα δεν είναι συγκυριακή· οφείλεται σε βαθύτερες αιτίες όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα που πλήττουν τις σοδειές, οι οικονομικές πιέσεις και οι μεταβαλλόμενες συνήθειες, ιδίως των νεότερων, που μειώνουν διαρθρωτικά την κατανάλωση αλκοόλ.

Ειδικότερα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η αξία της αγοράς παραμένει ανθεκτική, χάρη στη συνεχιζόμενη «premiumization». Οι καταναλωτές αγοράζουν λιγότερο, αλλά πληρώνουν περισσότερο για ποιότητα που ευθυγραμμίζεται με αξίες και τρόπο ζωής. Η αγορά διχάζεται: ένα συρρικνούμενο τμήμα χαμηλής τιμής και ένα ισχυρό premium. Αυτό υποχρεώνει παραγωγούς, διανομείς και λιανεμπόρους να μετατοπίσουν τη στρατηγική από τον όγκο στη μεγιστοποίηση αξίας.

Παράλληλα, το δίκτυο διανομής αλλάζει ριζικά. Συγχωνεύσεις δημιουργούν «mega-distributors» που κυριαρχούν εθνικά, δίνουν προτεραιότητα στην αποδοτικότητα και στα υψηλού όγκου brands. Παράλληλα, λιανεμπόριο και HORECA γίνονται πιο κατακερματισμένα: ανεξάρτητα εστιατόρια, κάβες και boutique retailers αυξάνονται, ανοίγοντας χώρο για εξειδικευμένους διανομείς με επιμελημένες λίστες και προσωπική εξυπηρέτηση κάτι που οι μεγάλοι δυσκολεύονται να προσφέρουν. Για τους παραγωγούς, η επιλογή «route-to-market» γίνεται άσκηση χαρτοφυλακίου: τα μεγάλα brands μπορεί να εξυπηρετούνται από εθνικούς διανομείς, ενώ οι περιορισμένης παραγωγής ετικέτες αποδίδουν καλύτερα μέσω ειδικών διανομέων ή απευθείας στον καταναλωτή (DTC). Αναπτύσσονται επίσης B2B e-commerce πλατφόρμες για αποτελεσματικές αγορές από εστιατόρια και μπαρ.

Εν συνεχεία, η διαχείριση γκάμας γίνεται πιο ακριβής. Δεδομένα και αναλυτικά εργαλεία καθοδηγούν το «ξεζύγισμα» αργοκίνητων κωδικών και την οργάνωση της πρότασης γύρω από περιστάσεις κατανάλωσης, όχι μόνο ποικιλίες ή προελεύσεις. Έτσι απλοποιείται η εμπειρία αγοράς και το χαρτοφυλάκιο συγκεντρώνεται στους κωδικούς που αποδίδουν. Ταυτόχρονα, οι τιμολογιακές στρατηγικές πιέζονται από αυξημένα κόστη (γυαλί, φελλός, ετικέτες) και δασμούς που μπορεί να ανεβάσουν τις λιανικές έως και 20% για εισαγόμενα. Απαιτείται συνέπεια τιμών σε όλα τα κανάλια, ενώ οι προωθητικές ενέργειες μετατοπίζονται από συχνές εκπτώσεις σε εμπειρίες προστιθέμενης αξίας, γευσιγνωσίες, προγράμματα πιστότητας, «δεμένες» προσφορές, που ενισχύουν την εμπλοκή χωρίς να ροκανίζουν τα περιθώρια.

Το τι σημαίνει «premium» επαναπροσδιορίζεται: δεν είναι μόνο η τιμή, αλλά η ποιότητα, η αυθεντικότητα, η βιωσιμότητα και οι μνήμες που δημιουργεί το προϊόν. Το εισαγωγικό επίπεδο η «πύλη» νέων καταναλωτών έχει εν μέρει παραμεληθεί από την εστίαση στα υψηλά περιθώρια, με κίνδυνο οι νεότεροι να στραφούν σε εναλλακτικά ποτά (seltzers, RTDs). Παράλληλα, η κατηγορία No-and-Low-Alcohol εξελίσσεται σε βασικό μοχλό ανάπτυξης: η τεχνολογία βελτιώνει αισθητά την ποιότητα των μη αλκοολούχων κρασιών και απαιτεί ξεχωριστή διοικητική αντιμετώπιση, λόγω ιδιαίτερων ρυθμιστικών και logistics αναγκών.

Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως η τεχνολογία γίνεται κρίσιμη για την επιχειρησιακή υπεροχή στη διανομή: ενοποιημένα συστήματα αποθεμάτων και παραγγελιών, EDI για μεγάλες αλυσίδες, B2B πλατφόρμες για αυτοματοποίηση, και προηγμένα analytics για πρόβλεψη ζήτησης και μικρο-στοχοθέτηση πωλήσεων. Η εφοδιαστική αλυσίδα πολύπλοκοποιείται με «small drop» μοντέλα, μικρότερες αλλά συχνότερες παραδόσεις σε αστικά δίκτυα ανεξάρτητων σημείων, που απαιτούν λογισμικό βελτιστοποίησης διαδρομών, αστικά μικρο-αποθήκες και, ενίοτε, συνεργασίες με διανομείς άλλων ποτών για κοινά δρομολόγια.

Στην κορυφή της αγοράς, η ιχνηλασιμότητα και η γνησιότητα είναι καίριες λόγω του κινδύνου απομιμήσεων. NFC ετικέτες και «ψηφιακά διαβατήρια» blockchain προσφέρουν ασφαλή τεκμηρίωση προέλευσης από το αμπέλι έως τον καταναλωτή. Στο HORECA, η διαχείριση πιστωτικού κινδύνου αποκτά βαρύτητα: αυστηρότερες πιστωτικές πολιτικές, στενή παρακολούθηση πληρωμών και εργαλεία όπως ασφάλιση πιστώσεων ή consignments για ευάλωτους λογαριασμούς.

Η συνεργασία παραγωγών-διανομέων αποκτά στρατηγικό βάθος με Joint Business Plans που ευθυγραμμίζουν στόχους γύρω από sell-through και on-shelf διαθεσιμότητα αντί για απλούς όγκους αποστολών. Η ανταλλαγή δεδομένων βελτιώνει τις προβλέψεις και στοχευμένες ενέργειες marketing. Στο σημείο πώλησης, η εκπαίδευση προσωπικού γίνεται καταλύτης για premium πωλήσεις, ενισχύοντας γνώση προϊόντος και αφηγηματική ικανότητα. Τα δεδομένα πρέπει να συλλέγονται με διαφάνεια και σε συμμόρφωση με τον GDPR, ώστε οι γκάμες να «κουμπώνουν» μέχρι και στο επίπεδο γειτονιάς.

Τέλος, η βιωσιμότητα μετατρέπεται από «καλό να υπάρχει» σε εμπορική αναγκαιότητα: ελαφρύτερες φιάλες, κουτιά, cans και Bag-in-Box κερδίζουν έδαφος, ενώ οι διανομείς προσαρμόζουν λειτουργίες και μειώνουν αποτύπωμα άνθρακα (π.χ. τοπική εμφιάλωση, κυκλικές πρακτικές). Η ανθεκτικότητα οργανισμών απαιτεί σχέδια για κλιματικούς, γεωπολιτικούς και εφοδιαστικούς κινδύνους: διαφοροποίηση προμηθευτών, «ασφαλιστικά» αποθέματα κρίσιμων κωδικών και σαφή πρωτόκολλα κρίσεων. Συμπέρασμα: το 2025 επιβραβεύει την ευελιξία, την τεχνολογική επάρκεια, τις αποφάσεις βάσει δεδομένων και τη στενή συνεργασία σε όλη την αλυσίδα αξίας με έμφαση στη δημιουργία εμπειριών που ανταποκρίνονται στις εξελισσόμενες προσδοκίες του σημερινού καταναλωτή.

Πηγή agronews.gr

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα