Φόρτωση Text-to-Speech…
Τη δέσμευση ότι η κυβέρνηση Τραμπ παραμένει απολύτως προσηλωμένη στη συμμόρφωση με την αμερικανική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του νόμου CAATSA, εξέφρασε το Γραφείο Νομικών Υποθέσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί απάντηση σε επιστολή που έστειλαν πρόσφατα στον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, 40 νομοθέτες με επικεφαλής τον Κρις Πάππας.
Στην απαντητική επιστολή, την οποία υπογράφει ο Paul D. Guaglianone, τονίζεται πως «η κυβέρνηση Τραμπ παραμένει δεσμευμένη στην προστασία των αμερικανικών αμυντικών και πληροφοριακών πόρων και στη συμμόρφωση με την αμερικανική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του CAATSA».
Υπενθυμίζεται ότι στην επιστολή τους προς τον Αμερικανό ΥΠΕΞ, ο Κρις Πάππας και οι συνυπογράφοντες βουλευτές καλούσαν στις 7 Αυγούστου την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επανεξετάσει τα δεδομένα και να απαγορεύσει στην Τουρκία «τη συνεχιζόμενη παραβίαση των αμερικανικών νόμων και των πολιτικών που άπτονται της εθνικής μας ασφάλειας». Οπως χαρακτηριστικά σημείωναν «η Τουρκία δεν έχει επιδείξει καμία πρόθεση συμμόρφωσης με το αμερικανικό Δίκαιο».

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στη σημερινή επιστολή επισημαίνει ότι η αμερικανική θέση για την απόκτηση και τη συνεχιζόμενη κατοχή του ρωσικού συστήματος S-400 από την Τουρκία δεν έχει αλλάξει, ενώ υπενθυμίζει ότι «οι προϋποθέσεις για την απόκτηση αεροσκαφών F-35 από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι γνωστές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ορίζονται από το άρθρο 1245 του Νόμου Εξουσιοδότησης Εθνικής Αμυνας για το 2020».
Παράλληλα, σημειώνεται ότι η Ουάσιγκτον έχει επανειλημμένως καταστήσει σαφές στην Αγκυρα πως η απόκτηση ρωσικού αμυντικού εξοπλισμού συνεπάγεται σοβαρές συνέπειες για το πρόγραμμα F-35.
Τέλος, γίνεται αναφορά στη συμμαχική σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να υπογραμμίζει ότι «η Τουρκία είναι μακροχρόνια σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, με ιστορία σημαντικών συνεισφορών στις αποστολές της Συμμαχίας».
Οπως τονίζεται, «η αμυντική σχέση με την Τουρκία παραμένει ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα ασφαλείας τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και του ΝΑΤΟ» και για αυτό οι ΗΠΑ «επιδιώκουν να συνεργαστούν με την Αγκυρα σε κοινούς στόχους και να διατηρήσουν διάλογο για την επίλυση διαφορών» παρά τη σαφή δυσαρέσκειά τους για την αγορά των S-400.

Υπενθυμίζεται πως η πρωτοβουλία αποστολής της επιστολής των 40 βουλευτών υποστηρίχθηκε, πέραν του Ελληνικού Caucus, από την Ελληνο-Ισραηλινή Συμμαχία στο αμερικανικό Κογκρέσο (Congressional Hellenic Israel Alliance), ελληνοαμερικανικές, αμερικανοεβραϊκές και αρμενικές οργανώσεις.
Συγκέντρωσε δε τις υπογραφές πολλών υψηλόβαθμων Ρεπουμπλικανών βουλευτών-μελών της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, με πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα τον aντιπρόεδρο της Επιτροπής, Darrell Issa, τον Τεξανό πρόεδρο της αρμόδιας υποεπιτροπής για την Ευρώπη, Keith Self, τον πρόεδρο της αρμόδιας για τη Μ. Ανατολή και Β. Αφρική υποεπιτροπής, Mike Lawler, τον πρόεδρο της υποεπιτροπής για την Αφρική, Chris Smith, την πρόεδρο της υποεπιτροπής για το Δυτ. Ημισφαίριο, Maria Elvira Salazar, καθώς και τα μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Thomas Kean και Randy Fine.
Την επιστολή συνυπογράφει, επίσης, από το Ρεπουμπλικανικό Kόμμα ο πρόεδρος της αρμόδιας για τις δράσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποεπιτροπής της Επιτροπής Κατανομής Κονδυλίων, Mario Diaz-Balart. Πρόκειται για την υποεπιτροπή που αποφασίζει κάθε έτος για το πόση ομοσπονδιακή χρηματοδότηση θα διατεθεί στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και σε ποιες υπηρεσίες και δράσεις.
Σε αυτούς προστέθηκαν και οι Δημοκρατικοί συνάδελφοί τους, Sheila Cherfilus-McCormick, επικεφαλής της μειοψηφίας στην υποεπιτροπή Μ. Ανατολής & Β. Αφρικής, Brad Sherman, Brad Schneider, Ted Lieu, Jim Costa, Gabe Amo, Dina Titus και George Latimer.