Στουρνάρας: Η συνταγή για τις τράπεζες στο νέο περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων

Κοινοποίηση

Αναπόφευκτη θεωρεί η Τράπεζα της Ελλάδος τη μείωση στα καθαρά έσοδα από τόκους των ελληνικών τραπεζών, όσο θα συνεχίζεται η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.

Τα επιχειρησιακά πλάνα των τεσσάρων συστημικών ομίλων προβλέπουν διαμόρφωση του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στο 2% μέχρι το τέλος της εφετινής χρονιάς.

Μετά το ξέσπασμα ωστόσο εμπορικού πολέμου σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της νέας δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ, είναι πλέον πολύ πιθανό το σενάριο ταχύτερης αποκλιμάκωσης των παρεμβατικών της δεικτών.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρκετών αναλυτών, η Ευρωτράπεζα θα προχωρήσει σε περικοπή τους κατά 25 μονάδες βάσης την ερχόμενη εβδομάδα, για να ακολουθήσει μία ακόμη κίνηση ίδιου μεγέθους προς την ίδια κατεύθυνση στη συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου τον Ιούνιο.

Για τη συνέχεια πιθανολογείται η διατήρηση των επιτοκίων στο 2% μέχρι και το Σεπτέμβριο, οπότε με βάση τα νέα οικονομικά στοιχεία και τις επικαιροποιημένες προβλέψεις για ανάπτυξη και πληθωρισμό, θα ληφθούν οι επόμενες αποφάσεις.

Δεν αποκλείεται πάντως, εάν ο δείκτης τιμών καταναλωτή συνεχίσει την καθοδική του πορεία και το μακροοικονομικό περιβάλλον επιδεινωθεί, να υπάρξει μία ακόμη προς τα κάτω αναπροσαρμογή του καταθετικού επιτοκίου της ΕΚΤ, στο 1,75%.

Οι επιπτώσεις

Σε αυτήν την περίπτωση το κόστος του χρήματος θα υποχωρήσει σε χαμηλότερα των παραδοχών των επιχειρησιακών σχεδιασμών τριετίας επίπεδα, που έχουν παρουσιάσει οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών ομίλων.

Ως αποτέλεσμα, οι πιέσεις στο επιτοκιακό τους εισόδημα θα είναι ισχυρότερες του αναμενόμενου, ενώ εν αμφιβόλω θα τεθούν οι στόχοι για την πιστωτική επέκταση εάν πληγεί η επιχειρηματική εμπιστοσύνη λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας διεθνώς.

Όπως επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην Έκθεση του για το 2024, οι μειώσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ από τα μέσα του 2024 έχουν μεταβάλει τις εκτιμήσεις των αναλυτών για τις προοπτικές κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Συγκεκριμένα, τονίζει ότι η συμβολή των καθαρών εσόδων από τόκους θα μετριαστεί, εφόσον οι τράπεζες μεταδώσουν αυτές τις μειώσεις στα επιτόκια δανεισμού στον ίδιο βαθμό που μετέδωσαν τις αυξήσεις.

Επιπλέον, επισημαίνει πως σε αυτό το ενδεχόμενο, η μείωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου, λόγω της τιμολόγησης των νέων δανείων με χαμηλότερα επιτόκια, αναμένεται να υπερκεράσει τη θετική επίδραση που θα επιφέρει η διεύρυνση του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.

Με άλλα λόγια, η πιστωτική επέκταση δεν θα είναι αρκετή για να καλύψει τις απώλειες στο έντοκο εισόδημα, όσο το κόστος δανεισμού θα υποχωρεί.

Οι πολιτικές

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν τις προκλήσεις που θα επέλθουν από τη μείωση των επιτοκίων όσον αφορά τα λειτουργικά αποτελέσματά τους.

Όπως σημειώνει σχετικά, η ανθεκτικότητα του καθαρού επιτοκιακού τους περιθωρίου στις καθοδικές πιέσεις αναμένεται να υποστηριχθεί, μεταξύ άλλων, από την αύξηση του όγκου των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εκταμιεύσεων στο πλαίσιο των πόρων από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, οι χρηματοδοτήσεις με σταθερό επιτόκιο σε μακροχρόνιο ορίζοντα επιδρούν στο επιτοκιακό εισόδημα των τραπεζών άμεσα, λόγω μεγέθυνσης των στοιχείων του ενεργητικού, αλλά και έμμεσα, λόγω μείωσης της ευαισθησίας του σε πιθανές μεταβολές των νομισματικής πολιτικής.

Ως εκ τούτου, θεωρεί κρίσιμη για τη μείωση της συσχέτισης των αποτελεσμάτων των τραπεζών με την πορεία των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ, την αύξηση των χορηγήσεων με προγράμματα σταθερών δόσεων.

Όπως τονίζει, από μία τέτοια πολιτική δεν θα ωφεληθούν μόνο τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και οι δανειολήπτες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Κι αυτό διότι διευκολύνουν τον προϋπολογισμό μελλοντικών εκροών και την αξιολόγηση επενδυτικών σχεδίων σε όρους παρούσας αξίας, ενώ παράλληλα προστατεύουν τη χρηματοοικονομική τους θέση από μη αναμενόμενες πληθωριστικές πιέσεις και συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων.

Επίσης, τις επιπτώσεις στα οργανικά έσοδα των τραπεζών από τη μείωση των επιτοκίων αναμένεται να μετριάσει και η μεγαλύτερη συνεισφορά των εσόδων από άλλα στοιχεία οργανικής κερδοφορίας.

Ενδεχόμενη τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να επέλθει ως αποτέλεσμα αφενός των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου της αύξησης των ασφαλιστικών προϊόντων και των επενδυτικών χαρτοφυλακίων, που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν εν μέρει τα επιτοκιακά προϊόντα (π.χ. τις καταθέσεις).

Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται ήδη οι ελληνικές τράπεζες, με στόχο την αύξηση των εσόδων από τις συγκεκριμένες πηγές, τόσο με οργανικό τρόπο, όσο και μέσω εξαγορών.

Μέσω της στρατηγικής τους στοχεύουν στην αύξηση της συμμετοχής των εσόδων από προμήθειες στην οργανική τους κερδοφορία όσο το δυνατόν κοντύτερα στην περιοχή του 30%, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, από το 20% σήμερα.



Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα