Φόρτωση Text-to-Speech…
Κώστας Καραμανλής και Ευάγγελος Βενιζέλος, παρουσία του Αντώνη Σαμαρά και του Νίκου Δένδια στην πρώτη σειρά, κατέθεσαν χθες, στην εκδήλωση της εφημερίδας «Δημοκρατία» για τα 15 χρόνια από την έκδοσή της, ο καθένας μία διακριτή ιδεολογικοπολιτική πλατφόρμα, με πολλές έμμεσες ακόμα και άμεσες αιχμές για την πολιτική της κυβέρνησης. Το ενδιαφέρον ήταν πως παρά τις δεδομένες διαφορές τους, οι δύο πολιτικοί συνέκλιναν σε πολλά πράγματα, δείχνοντας συναντίληψη, τονίζοντας ως μείζονα προβλήματα της εποχής τη διαφθορά, την υποβάθμιση των θεσμών, τη διολίσθηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική και τη Δικαιοσύνη.
Οι δύο πολιτικοί αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, στη διαφθορά, στην έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη και στην υπόθεση των υποκλοπών.
Ο κ. Καραμανλής αρχικά τόνισε πως χαίρεται που βρίσκεται με τον Ευάγγελο Βενιζέλο που όσα τους ενώνουν είναι περισσότερα από όσα τους χωρίζουν, αναφερόμενος στην «πίστη στο δημοκρατικό πολίτευμα, στον πολιτισμένο διάλογο, στην παράθεση στέρεης επιχειρηματολογίας» αλλά και «στην αγάπη για την πατρίδα, την υψηλή πολιτική, και μάλιστα με όρους “μεταπολιτικής”», όπως την προσδιόρισε ο ίδιος. Κλείνοντας είπε πως «χαίρεσαι να τον έχεις συνομιλητή, είτε ως συμπαίκτη είτε ως αντίπαλο».
«Γκέτο των πλουσίων»
Από εκεί και πέρα ο κ. Καραμανλής άσκησε έμμεση κριτική προς την κυβέρνηση σε μία μεγάλη γκάμα θεμάτων. Αρχικά είπε πως «ένα ολοένα διευρυνόμενο τμήμα της κοινωνίας θεωρεί ότι οι θεσμοί δεν λειτουργούν με την πληρότητα που απαιτείται. Οτι το Κοινοβούλιο υποβαθμίζεται. Οτι η Δικαιοσύνη επηρεάζεται. Οτι τα ΜΜΕ χειραγωγούνται. Οτι οι κυβερνήσεις δεν ακούνε και δεν καταλαβαίνουν. Οτι οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην τους και η πολιτική ασκείται με όρους κλειστών συστημάτων, κάτι που οδηγεί σε κρίση εμπιστοσύνης, αντιπροσώπευσης και κρίση απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος». Ο κ. Καραμανλής έκρουσε ακόμα τον κώδωνα του κινδύνου πως οδηγούμαστε σε «γκέτο των πλουσίων» όπου «οι λίγοι έχοντες και κατέχοντες θα διάγουν βίο πολυτελείας, αποκομμένοι, προστατευμένοι, φυλασσόμενοι και περιφρουρούμενοι, μακριά από την ευρεία κοινωνία».
Από την κριτική του κ. Καραμανλή, στέλνοντας εμμέσως βέλη προς την κυβέρνηση, δεν ξέφυγε ούτε η «υποβάθμιση του Κοινοβουλίου» που «δεν είναι χώρος τυπικών διαδικασιών, ούτε όργανο επικύρωσης αποφάσεων, αλλά είναι, ή θα έπρεπε να είναι, ο τόπος όπου διεξάγεται ο ουσιαστικός διάλογος, η αντιπαράθεση ιδεών και προγραμμάτων, η νομοθέτηση, ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας». Την ίδια ώρα αναφέρθηκε και στο κύρος της Δικαιοσύνης, όπου πλέον υπάρχει μία «σκιά αμφισβήτησης, μια αίσθηση μεροληψίας υπέρ των ισχυρών», επισημαίνοντας πως στην υπόθεση των υποκλοπών δεν δόθηκαν απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα, ενώ έκλεισε με την ποιότητα του δημόσιου λόγου, που όπως είπε, «διεξάγεται πια με όρους επικοινωνίας και θεάματος, έχοντας ως πρώτο στόχο την πρόκληση πρόσκαιρων εντυπώσεων και η επιχειρηματολογία έχει αντικατασταθεί από τη συνθηματολογία».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ομιλία του κ. Βενιζέλου. Μετά την ανταπόδοση των φιλοφρονήσεων προς τον Κώστα Καραμανλή, που όπως είπε «μας συνδέει η διάθεση αναστοχασμού», ανέλυσε από τη σκοπιά του την πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Ο κ. Βενιζέλος, κάνοντας λόγο για την ανάγκη ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου», μία έκφραση που φωτογραφίζει την ανάγκη πολιτικής αλλαγής, εστίασε στις κοινωνικές ασυμμετρίες, όπως είπε. «Η χώρα δεν μπορεί να πορευτεί προς το μέλλον με βαθιές κοινωνικές ασυμμετρίες που καταγράφονται από τη Eurostat, σύμφωνα με την οποία το 67% των Ελλήνων απαντά ότι ζει σε συνθήκες υποκειμενικής φτώχειας. Δηλαδή θεωρεί ότι το εισόδημά του είναι ανεπαρκές, παρά το ότι μπορεί να εργάζεται, ακόμα και αν αντικειμενικά και με βάση τη διαστρωμάτωση των δηλωμένων εισοδημάτων ανήκει στη μεσαία τάξη».

Ο κ. Βενιζέλος έκανε λόγο για «ασύμμετρο πολιτικό σύστημα» που αντιμετωπίζει «με αμηχανία την ανάγκη για εθνικές και θεσμικές συναινέσεις αλλά και την ανάγκη για συνεργασίες που μπορεί να καταστούν αναπόφευκτες», τονίζοντας πως «η διαφορά μεταξύ συναίνεσης και συνεργασίας είναι μεγάλη», αλλά «ακόμη πιο μεγάλη είναι η διαφορά από τη μονοκομματική εκδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που φαίνεται να έχει εξαντλήσει τα όριά της, ιδίως υπό τη μορφή μιας αυτοδύναμης μονοκομματικής κυβερνητικής πλειοψηφίας που έχει μετατραπεί σε μονοπρόσωπη εξουσία χωρίς θεσμούς αντιρρόπησης και ουσιαστικές σύγχρονες εγγυήσεις διαφάνειας». Δείχνοντας, παράλληλα, συναντίληψη με τον κ. Καραμανλή σε μείζονα θέματα είπε πως «δεν νοείται να κυριαρχεί στις έρευνες κοινής γνώμης η αίσθηση της διαφθοράς και η κραυγαλέα έλλειψη εμπιστοσύνης προς όλους τους θεσμούς, συμπεριλαμβανόμενης δυστυχώς και της Δικαιοσύνης».

