Ο Κωνσταντίνος ΙΒ’, τελευταίος Παλαιολόγος ηγεμόνας (δέκατος στη σειρά) και τελευταίος υπερασπιστής της έδρας του μεσαιωνικού Ελληνισμού, της Κωνσταντινούπολης γεννήθηκε στη Βασιλεύουσα στις 12 Μαρτίου 1405 (ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή στις 9 Φεβρουαρίου 1404). Ήταν ο τέταρτος από τους έξι γιους του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και της σερβικής καταγωγής Ελένης Δραγάση, η οποία ήταν γόνος της επιφανούς σερβικής οικογένειας των Ντραγκάς.
Γι’ αυτό, ο Κωνσταντίνος ΙΒ’ αναφέρεται συχνά ως Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Δραγάσης. Ο πατέρας του, Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος έμεινε στον θρόνο από το 1391 ως το 1425. Τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος γιος του, αδελφός του Κωνσταντίνου, Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος, που ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 1425 ως το 1448. Ο Κωνσταντίνος ήταν συναυτοκράτορας με τον αδελφό του το 1423-1424 και το 1437-1441.
Ο Κωνσταντίνος αφού παρέμεινε για ένα μικρό διάστημα στην Ταυρική πήγε στην Πελοπόννησο, όπου με τους μικρότερους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μυστρά, ολοκληρώνοντας την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η διαμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιούργησε προβλήματα.
Τελικά, τη διοίκηση του Δεσποτάτου ανέλαβαν ο Θεόδωρος με τον Θωμά. Ο Κωνσταντίνος πήγε στην Πόλη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες του αδελφού του Ιωάννη Η’. Στη συνέχεια, μετά το 1441, επέστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο, όμως η στάση του Δημητρίου Παλαιολόγου, η οποία υποστηρίχθηκε από τους Τούρκους, τον έφερε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1442-1443), για να ενισχύσει τον Ιωάννη. Όταν επέστρεψε στην Πελοπόννησο, από το 1443 ως το 1448 επιδόθηκε σε μία προσπάθεια διοικητικής και στρατιωτικής αναδιοργάνωσης του Δεσποτάτου, απέναντι στην τουρκική απειλή.
Ο Κωνσταντίνος ΙΒ’ αυτοκράτορας του Βυζαντίου
οταν ο Ιωάννης Η’ πέθανε άτεκνος, τον Οκτώβριο του 1448, οι αδελφοί του Κωνσταντίνου, Θεόδωρος και Θωμάς, αντέδρασαν στην ανάρρηση στον θρόνο του Κωνσταντίνου. Η παρέμβαση της μητέρας τους ήταν καταλυτική και στις 6 Ιανουαρίου 1449 ο Κωνσταντίνος στέφθηκε επίσημα «αυτοκράτωρ Ρωμαίων» στον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά και ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε τον Μάρτιο του 1449. Δεν μαρτυρείται άλλη στέψη του στην Αγία Σοφία. Ο Θεόδωρος με τον Θωμά «συνδεσπότευσαν» στον Μυστρά ως το 1460/61.
Ο Κωνσταντίνος αφού παρέμεινε για ένα μικρό διάστημα στην Ταυρική πήγε στην Πελοπόννησο, όπου με τους μικρότερους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μυστρά, ολοκληρώνοντας την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η διαμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιούργησε προβλήματα.
Τελικά, τη διοίκηση του Δεσποτάτου ανέλαβαν ο Θεόδωρος με τον Θωμά. Ο Κωνσταντίνος πήγε στην Πόλη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες του αδελφού του Ιωάννη Η’. Στη συνέχεια, μετά το 1441, επέστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο, όμως η στάση του Δημητρίου Παλαιολόγου, η οποία υποστηρίχθηκε από τους Τούρκους, τον έφερε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1442-1443), για να ενισχύσει τον Ιωάννη. Όταν επέστρεψε στην Πελοπόννησο, από το 1443 ως το 1448 επιδόθηκε σε μία προσπάθεια διοικητικής και στρατιωτικής αναδιοργάνωσης του Δεσποτάτου, απέναντι στην τουρκική απειλή.
Οι Τούρκοι στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης
Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Κωνσταντίνος, σουλτάνος των Οθωμανών ήταν ο Μουράτ Β’. Όταν πέθανε, τον Φεβρουάριο του 1451, τον διαδέχτηκε στον σουλτανικό θρόνο (έδρα των σουλτάνων ήταν τότε η Αδριανούπολη), ο γιος του Μεχμέτ/Μωάμεθ Β’. Αρχικά, ο Κωνσταντίνος ΙΒ’ διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Μουράτ και τον Μωάμεθ. Έκανε, όμως το λάθος να υποστηρίξει τον ανταπαιτητή του σουλτανικού θρόνου Ορχάν, κάτι που όξυνε τις σχέσεις του με τους Τούρκους. Ο Κωνσταντίνος είχε καταλάβει από την αρχή της βασιλείας του ότι οι Τούρκοι σκόπευαν να επιτεθούν και να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη.
Από τον Απρίλιο ως τον Αύγουστο του 1452, ο Μωάμεθ Β’ ανέγειρε στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου το εντυπωσιακό φρούριο «Ρούμελι Χισάρ», απέναντι από το «Αναντολού Χισάρ» της ασιατικής όχθης που είχε χτιστεί από τον Βαγιαζήτ Α’, τον αποκαλούμενο «Κεραυνό» (1395/1396). Από το «Ρούμελι Χισάρ» ή «Λαιμοκοπίνη» (δηλ. λαιμοκόφτη), σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, ο Μωάμεθ μπορούσε να ελέγχει απόλυτα τη διέλευση των πλοίων από και προς τη βυζαντινή πρωτεύουσα, είτε από τον Εύξεινο Πόντο, διαμέσου του Βοσπόρου, στα βόρεια, είτε από τη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα) στα νότια.
Ο ασφυκτικός κλοιός γύρω από τη Βασιλεύουσα εντάθηκε μετά την επικράτηση των φιλοπόλεμων συνεργατών του Μωάμεθ Β’, που τελικά επικράτησαν επί των μετριοπαθέστερων, ηγέτης των οποίων ήταν ο Μέγας Βεζίρης Χαλίλ Πασάς Τζανταρλί. Έχει γραφτεί, ότι ο Μέγας Βεζίρης είχε δωροδοκηθεί από τους Βυζαντινούς για να πείσει τον Μωάμεθ να μην επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Οι απέλπιδες προσπάθειες του Κωνσταντίνου για ενίσχυση της άμυνας της Πόλης
Βλέποντας όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος ΙΒ’ επιχείρησε να αντιπαρατάξει στοιχειώδη άμυνα. Πλέον όμως, η Αυτοκρατορία απαρτιζόταν από την Κων/πολη και λίγα εδάφη γύρω της, κάποια νησιά του Βόρειου Αιγαίου και το Δεσποτάτο του Μορέως. Ο Κωνσταντίνος είχε την ελπίδα ότι θα λάβει βοήθεια από τους αδελφούς του, τους δεσπότες του Μυστρά, κάτι που δεν έγινε, καθώς αυτοί δέχτηκαν επιδρομή από τον υπέργηρο Τουραχάν μπέη (πέθανε το 1456) και των δύο γιών του Ομέρ και Αχμέτ μπέη.
Οι προσπάθειές του να εξασφαλίσει βοήθεια από τον Πάπα Νικόλαο Β’ (1447-1455) και τη Δύση απέβησαν άκαρπες. Τη γενικότερη απελπιστική εικόνα συμπλήρωνε η άθλια οικονομική κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εκτός από το τεράστιο χρέος της προς τη Βενετία είχε και σαφώς υποβαθμισμένο νόμισμα, τα κακότεχνα αργυρά «σταυράτα», το οποίο ήταν πολύ «αδύναμο» απέναντι στα ισχυρά νομίσματα των ιταλικών πόλεων.
Παράλληλα, ο Κωνσταντίνος, μετριοπαθής οπαδός της εκκλησιαστικής ένωσης σκόπευε να αναγνωρίσει τη Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας (1438-39), αλλά μόλις στις 12 Δεκεμβρίου 1452 τόλμησε να πρωτοστατήσει στην τέλεση κοινής λειτουργίας Ορθόδοξων και Δυτικών στην Αγία Σοφία, κάτι που εξόργισε μεγάλο μέρος των κατοίκων της Πόλης. Οι περισσότεροι συμφωνούσαν με την άποψη που εξέφρασε ο «Μέγας Δουξ» Λουκάς Νοταράς, ότι προτιμούσε να δει στη Βασιλεύουσα σουλτανικό σαρίκι, παρά λατινική τιάρα.
Η άνιση μάχη των λιγοστών υπερασπιστών της Κων/πολης με τους Τούρκους
Ο Πελοποννήσιος καρδινάλιος Ισίδωρος, που προηγουμένως είχε διατελέσει Μητροπολίτης Ρωσίας και 2.000 ξένοι, 700 από τους οποίους ήταν Γενοβέζοι, με επικεφαλής τον ικανότατο και γενναίο Ιωάννη Λόνγκο Ιουστινιάνη, ο τραυματισμός του οποίου ήταν, ίσως, το τελειωτικό χτύπημα για την Πόλη, προστέθηκαν σε 5.000-8.000 Βυζαντινούς υπερασπιστές της. Απέναντί τους ήταν δεκάδες χιλιάδες Τούρκων (100.000, 250.000 ή 400.000, ανάλογα με την πηγή).
Ο Κωνσταντίνος περιστοιχιζόμενος από τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του πολέμησε με αυταπάρνηση, αρνούμενος να παραδοθεί. Μετά από πολιορκία 54 ημερών (2/4-29/5/1453), η Πόλη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Ο Κωνσταντίνος έπεσε νεκρός πιθανότατα κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο έμπιστος φίλος και ιστοριογράφος του Γεώργιος Σφραντζής δεν βρισκόταν κοντά του την ώρα του θανάτου του, για να δώσει ακριβή ιστορική μαρτυρία.
Πηγή: Πρώτο Θέμα