«Οσο περισσότερο επενδύουμε στον εξοπλισμό των στρατών μας, τόσο καλύτερα θα αποτρέπουμε όσους επιθυμούν να μας βλάψουν», διατυμπάνιζε η πολωνική προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης την περασμένη Τετάρτη, όταν οι «27» (Coreper) έδωσαν επί της αρχής το πράσινο φως στο νέο χρηματοδοτικό «εργαλείο» δανειοδότησης ύψους 150 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής παραγωγής με τη συμμετοχή και τρίτων χωρών. Οι Πολωνοί είχαν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν για την επιτυχή ολοκλήρωση των πολύμηνων διαπραγματεύσεων επί της πρότασης της Κομισιόν για τον μηχανισμό Safe (Δράση για την Ασφάλεια της Ευρώπης), καθώς είχαν επιτύχει τον στόχο τους, να έχει εγκριθεί εντός διμήνου το κείμενο, που θα υιοθετηθεί επισήμως στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της Ε.Ε. στις 27 Μαΐου.
Ο χρονικός αυτός ορίζοντας, που είχαν θέσει οι Πολωνοί, ήταν ακόμη ένα «εμπόδιο» στον διπλωματικό μαραθώνιο που ξεκίνησε η Αθήνα ήδη από την παρουσίαση της σχετικής πρότασης της Κομισιόν τον περασμένο Μάρτιο, ώστε να περιορίσει όσο το δυνατόν την ένταξη της Τουρκίας στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και να συνδιαμορφώσει τους όρους συμμετοχής της.

Το πρώτο, βασικό εμπόδιο ήταν η νομική βάση υιοθέτησης του κειμένου του κανονισμού Safe, που προέβλεπε ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία από τους μονίμους αντιπροσώπους της Ε.Ε. Επομένως, η ελληνική πλευρά έπρεπε να πείσει το σύνολο των εταίρων για τα επιχειρήματά της. Αν και υπήρξε ευρεία κατανόηση εξαρχής με το επιχείρημα της Αθήνας και της Λευκωσίας για την ανάγκη πλήρους ευθυγράμμισης της Τουρκίας με την κοινή εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. –που θα αφορούσε και άλλες υποψήφιες προς ένταξη στην Ε.Ε. χώρες–, η πλειονότητα των κρατών-μελών δεν επιθυμούσε διατύπωση που θα εξαιρούσε γενικά την Aγκυρα.
Το βασικό μήνυμα, άλλωστε, που ήθελε να περάσει το «μπλοκ» ήταν πως ο κανονισμός Safe αποτελεί πρόσκληση προς όλους τους νατοϊκούς εταίρους, και τις ΗΠΑ, παρά τη στάση της κυβέρνησης Τραμπ, που ωθεί άλλωστε τους Ευρωπαίους να «τρέξουν» με άνευ προηγουμένου ρυθμούς και ορίζοντα πενταετίας τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης (ReArm Europe – Readiness 2030). Επιπλέον, συγκεκριμένες χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, καθώς και η Πολωνία έχουν ήδη προτεραιοποιήσει τη συνεργασία τους με την τουρκική αμυντική βιομηχανία. Το Βερολίνο, μάλιστα, είχε διατυπώσει με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι δεν θα αποδεχόταν αποκλεισμό της Τουρκίας. Κατά κανόνα τουλάχιστον το 65% της αξίας κάθε έργου, που θα χρηματοδοτείται στο πλαίσιο του «εργαλείου» Safe, θα πρέπει να προέρχεται από αμυντικές εταιρείες στην Ε.Ε., στη Νορβηγία ή στην Ουκρανία, εκτός εάν η Κομισιόν συνάψει συμφωνία ασφάλειας –όπως υπεγράφη την περασμένη Δευτέρα με το Ηνωμένο Βασίλειο– και εμπορική συμφωνία αμυντικής βιομηχανίας με τρίτη χώρα. Συμφωνία ασφάλειας για την Τουρκία θα είναι μάλλον απίθανη, καθώς απαιτείται εναρμόνιση με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) για κάθε υποψήφιο κράτος-μέλος, με την Aγκυρα να πληροί μόλις το 6% των κριτηρίων. Ωστόσο, «παράθυρο» για την Τουρκία αποτελεί η δυνατότητα σύναψης εμπορικής συμφωνίας που χρειάζεται ειδική πλειοψηφία και υπήρξε το «επίμαχο» ζήτημα το οποίο απασχόλησε την Αθήνα.
Γι’ αυτό ζητήθηκε από την Κομισιόν να υπάρξει συμπληρωματική δήλωση, που επισυνάφθηκε στα πρακτικά του Coreper της περασμένης Τετάρτης. Ωστόσο δεν έγινε δεκτή από τις νομικές υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σύμφωνα με ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές, η προσπάθεια Αθήνας και Λευκωσίας να περιληφθεί ρητή αναφορά στο κείμενο του κανονισμού που θα παρείχε ουσιαστική «δικλίδα ασφαλείας».
Ετοιμες από καιρό Χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Πολωνία έχουν ήδη προτεραιοποιήσει τη συνεργασία τους με την τουρκική αμυντική βιομηχανία. Το Βερολίνο, μάλιστα, είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα αποδεχόταν αποκλεισμό της Τουρκίας.
Η Κομισιόν δεσμεύθηκε μέσω της συμπληρωματικής δήλωσης –σε σχέση με μελλοντικές συμφωνίες– για χρήση του άρθρου 212 της συνθήκης για τη λειτουργία της Eνωσης, βάσει του οποίου «οι συμφωνίες οικονομικού, χρηματοδοτικού και τεχνικού περιεχομένου της Eνωσης με τους υποψήφιους εταίρους αποφασίζονται με ομοφωνία». Υπήρξαν άλλωστε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που για τους δικούς τους λόγους, κυρίως λόγω διμερών διαφορών ή δύσκολων σχέσεων με υποψήφια κράτη-μέλη, επιθυμούσαν επίσης αυτή τη δέσμευση.

Μέσω επίμονων διαπραγματεύσεων επιχειρήθηκε εξάλλου να προστεθούν ειδικά κριτήρια για τη συμμετοχή αμυντικών βιομηχανιών τρίτων χωρών. Η «μάχη» δόθηκε γύρω από το άρθρο 17 του κανονισμού, που αφορά τους όρους συμμετοχής τους.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, καμία εταιρεία εκτός της Ε.Ε., της Νορβηγίας ή της Ουκρανίας που συμμετέχει στις συμφωνίες κοινής προμήθειας δεν θα επιτρέπεται να παράγει περισσότερο από το 35% της αξίας αγοράς. Ωστόσο, το τελικό κείμενο επιτρέπει σε κάθε υπεργολάβο με λιγότερο από το 15% της αξίας να μετέχει σε συμφωνία, ενώ εξωτερικοί εργολάβοι δύναται να συνεισφέρουν 15% και έως 35% της τελικής αξίας των προϊόντων, υπό προϋποθέσεις. Αυτό ήταν και το σημείο που «κόλλησε» τις διαπραγματεύσεις τις τελευταίες εβδομάδες, κυρίως εξαιτίας της Γαλλίας που ήθελε να περιορίσει αρκετά τη συμμετοχή βρετανικών εταιρειών και να προωθηθεί ο κεντρικός στόχος της γύρω από το «αγοράζουμε ευρωπαϊκά».
Αρμόδιες διπλωματικές πηγές εξηγούν ότι στο κείμενο του κανονισμού διατυπώνεται σαφώς και οριζοντίως ότι η συμμετοχή τρίτης χώρας δεν θα πρέπει να απειλεί τα συμφέροντα της Ε.Ε. και των κρατών-μελών της, ενώ αφαιρέθηκαν στο τέλος –εκτός μίας– όλες οι αναφορές σε ομοϊδεάτες εταίρους (like-minded). Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή της Τουρκίας δεν αποκλείεται από δυνάμει μελλοντικές διμερείς ή πολυμερείς συνεργασίες. Αδιευκρίνιστες παραμένουν εξάλλου οι τελευταίες, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες «παράθυρο» συμμετοχής τουρκικών αμυντικών εταιρειών θα δοθεί μέσω κοινοπραξιών και σχετικών συμφωνιών μετόχων.

Oλα θα κριθούν στην εφαρμογή», παραδέχονται διπλωματικές πηγές. Σε αυτό το πλαίσιο η Αθήνα κατέθεσε, μάλιστα, εθνική δήλωση στα πρακτικά του Coreper, όπου –ανάμεσα σε άλλα– εκφράζει την πεποίθηση ότι «η Κομισιόν και οι εταίροι θα σεβαστούν τις θεμελιώδεις αρχές σε όλα τα στάδια της εφαρμογής του Safe» και πως οι συμπεφωνημένες διατάξεις και ρυθμίσεις του μηχανισμού δεν θα αποτελέσουν «προηγούμενο» για μελλοντικά αμυντικά προγράμματα της Ευρώπης.