Συχνά οι ΗΠΑ παρουσιάζονταν ως η επιτομή του φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος αλλά και ως πρότυπο για άλλες χώρες. Βεβαίως, με τη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ αρκετοί υποστηρίζουν ότι ο τωρινός ένοικος του Λευκού Οίκου στην πραγματικότητα ανατρέπει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα των ΗΠΑ με τις αποφάσεις του, από την επιβολή υψηλών δασμών που ανατρέπουν μια μακρόχρονη υποστήριξη του ελεύθερου εμπορίου από τις ΗΠΑ, έως τα μέτρα που φαντάζουν ως περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου. Είναι, όμως, τα πράγματα τόσο απλά;
Καταρχάς καλό είναι να θυμόμαστε ότι η υπογράμμιση του φιλελεύθερου χαρακτήρα των ΗΠΑ σε μεγάλο βαθμό στηριζόταν πάνω στην υποτιθέμενη σαφή διάκριση των εξουσιών στις ΗΠΑ, ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία του προέδρου και της κυβέρνησης, τη νομοθετική εξουσία του Κογκρέσου και την δικαστική εξουσία με αποκορύφωμα το Ανώτατο Δικαστήριο.
Με αυτό τον τρόπο προσπερνιέται το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ακριβώς δημοκρατικές εκλογές αφού μπορεί ένας πρόεδρος να κερδίσει τη λαϊκή ψήφο και να χάσει στο κολέγιο των εκλεκτόρων και αφού στην πράξη δεν ισχύει το «ένας άνθρωπος – μία ψήφος».
Αυτό στο οποίο στέκονταν πάντα όσοι υποστήριζαν τη θέση ότι οι ΗΠΑ είναι «πρότυπο φιλελευθερισμού», ήταν κυρίως τα λεγόμενα checks and balances, δηλαδή οι ασφαλιστικές δικλείδες που περιλάμβαναν την υποχρεωτική αναζήτηση συναίνεσης σε ένα Κογκρέσο που έχει και την πιο κοντά στην λαϊκή βούληση Βουλή των Αντιπροσώπων και την πιο απομακρυσμένη Γερουσία, τη σχέση ανάμεσα στις Πολιτείες και την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, τον καθοριστικό ρόλο του Ανώτατου Δικαστηρίου ως προς την ακύρωση αποφάσεων και τον έλεγχο συνταγματικότητας, καθώς και τη νομοθεσία που περιορίζει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν οι ομοσπονδιακές ένοπλες δυνάμεις, πλην της Εθνοφυλακής, στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Φαινομενικά όλα αυτά σήμαιναν ότι οι βασικές πολιτικές αποφάσεις ενός Προέδρου απαιτούσαν μακρόχρονα διαβούλευση με τα νομοθετικά σώματα, επιδίωξη συναίνεσης διακομματικής, προληπτική αποφυγή ρήξης με το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Χόλυγουντ βρίθει ταινιών και τηλεοπτικών σειρών που χρησιμοποιούν ως σεναριακό εύρημα τη δυσκολία ενός Προέδρου των ΗΠΑ να εφαρμόσει την πολιτική του.
Βεβαίως, εάν κάτι έχει χαρακτηρίσει την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ είναι το ακριβώς αντίθετο. Αυτό που βλέπουμε είναι ένας καταιγισμός μέτρων που πολύ γρήγορα κατήργησαν σε ομοσπονδιακό επίπεδο τις πολιτικές που προωθούσαν την καταπολέμηση των διακρίσεων με βάση τη φυλή και το φύλο στις ΗΠΑ, που υποχρέωσαν μεγάλα πανεπιστήμια να αλλάξουν άρδην πολιτική ως προς το είδος των πολιτικών απόψεων που θα είναι ανεκτές στο εσωτερικό τους, πρακτικά ποινικοποιώντας την αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, υποχρέωσαν μεγάλες δικηγορικές εταιρείες να ανακρούσουν πρύμναν, άλλαξαν, στην πράξη, την πολιτική των ΗΠΑ για το άσυλο και τη μετανάστευση, έφεραν τη δυνατότητα μαζικών απολύσεων στην ομοσπονδιακή κυβέρνησης, αντέστρεψαν μια πολιτική δεκαετιών για τη ανθρωπιστική βοήθεια προς τρίτες χώρες και πάνω από όλα άλλαξαν άρδην την πολιτική των ΗΠΑ για το διεθνές εμπόριο οδηγώντας τις αγορές σε κατάρρευση και την παγκόσμια οικονομία σε βαθιά ανησυχία.
Ο τρόπος για να κατανοήσουμε γιατί αυτό δεν είναι μια αντίφαση ή γιατί δεν αντιμετωπίζεται ως πραξικόπημα από κρίσιμα τμήματα του κρατικού μηχανισμού, πρωτίστως το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι να δούμε τη βαθιά αυταρχική μετάλλαξη μιας χώρας που δεν υπήρξε ποτέ μια δημοκρατία, με τον τρόπο που την ορίζουμε τουλάχιστον στην Ευρώπη.
Τυπικά, ο Τραμπ και η ομάδα που έχει συγκροτήσει γύρω του, στηρίζεται σε μια ορισμένη νομική θεωρία, τη θεωρία του ενοποιημένου εκτελεστικού κλάδου. Αυτή υποστηρίζει ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει πλήρη εξουσία και αρμοδιότητα επί του εκτελεστικού κλάδου. Για παράδειγμα μπορεί να απολύσει τους επικεφαλής των ομοσπονδιακών υπηρεσιών ακόμη και εάν τους έχει τοποθετήσει εκεί το Κογκρέσο. Και σε κρίσιμες υποθέσεις το Ανώτατο Δικαστήριο έχει υποστηρίξει ότι ισχύει.
Σε αυτό προστίθεται μια ιδιαίτερη πτυχή της νομοθετικής παραγωγής των ΗΠΑ. Παρότι τυπικά ο κύριος όγκος της νομοθεσίας περνάει από το Κογκρέσο – όταν δεν προκύπτει από τα Πολιτειακά νομοθετικά σώματα. Όμως, οι ΗΠΑ έχουν μια πολύ μακρά παράδοση νομοθεσίας που αφορά τις καταστάσεις έκτακτης εθνικής ανάγκης. Αυτή κωδικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό στην δεκαετία του 1970 γύρω από την National Emergencies Act, αλλά έχει παρελθόν και στις έκτακτες νομοθεσίες (και αρμοδιότητες του Προέδρου) που συνόδευσαν τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε μεγάλους πολέμους.
Απότοκο αυτής της παράδοσης είναι ότι μπορούν να κηρύσσονται διάφορες παραλλαγής καταστάσεις έκτακτης εθνικής ανάγκης που με τη σειρά τους ανανεώνονται τακτικά. Αυτές κηρύσσονται με εκτελεστικά διατάγματα του Προέδρου και αφορούν στην πραγματικότητα οτιδήποτε, από την τρομοκρατία έως εχθρικές χώρες έως την πανδημία.
Ουσιαστικά, η κατάσταση έκτακτης εθνικής ανάγκης σημαίνει ότι μπορούν να ληφθούν αποφάσεις χωρίς την τυπική διαδικασία (άρα και νομοθέτηση). Και γι’ αυτό τον λόγο έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα εκτεταμένα από διάφορες κυβερνήσεις που πολύ απλά φοβόντουσαν ότι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να νομοθετήσουν. Μερικές από αυτές κράτησαν για δεκαετίες συμπεριλαμβανομένης αυτής που αφορούσε τον Πόλεμο στην Κορέα. Άλλες είναι ακόμη σε ισχύ, όπως π.χ. ορισμένες από τις κυρώσεις σε βάρος του Ιράν και προφανώς όσες εκδόθηκαν μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ισχυρό όπλο στα χέρια ενός Προέδρο των ΗΠΑ να μπορεί να ασκήσει πολιτική μονομερώς, δηλαδή να «αποφασίζει και να διατάσσει». Αυτό κάνει και ο Τραμπ τώρα: για να αλλάξει τη μεταναστευτική πολιτική κηρύσσει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης στα νότια σύνορα των ΗΠΑ. Για να περάσει την ενεργειακή του πολιτική, κηρύσσει μια ενεργειακή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και για να αλλάξει την πολιτική των ΗΠΑ για το παγκόσμιο εμπόριο και να φέρει τους δασμούς κηρύσσει μια κατάσταση έκτακτης εθνικής ανάγκης σε σχέση με το εμπόριο των ΗΠΑ και τον τρόπο που άλλες χώρες διαμορφώνουν μια άνιση συνθήκη εμπορίου με τις ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα η αντιμετώπιση του ομοσπονδιακού κρατικού μηχανισμού ως πεδίου υπό τον άμεσο έλεγχο του Προέδρου σε συνδυασμό με τη δυνατότητα διαρκούς έκδοση εκτελεστικών διαταγών στο όνομα καταστάσεων εθνικής ανάγκης, στο έδαφος ενός Ανώτατου Δικαστηρίου τη σύνθεση του οποίου τροποποίησε σημαντικά ο Τραμπ στην προηγούμενη θητεία του, όταν μπόρεσε να ορίσει (και να περάσει από τη Γερουσία) τρεις δικαστές, δίνει ιδιαίτερα εντυπωσιακές εξουσίες στον πρόεδρο.
Όμως, αυτές πατάνε πάνω σε μια μακρά ιστορία αυταρχισμού στις ΗΠΑ. Γιατί δεν είναι π.χ. η πρώτη φορά που απελαύνονται μαζικά μετανάστες για πολιτικούς λόγους – αυτό ακριβώς είχε γίνει κατά τη διάρκεια του κύματος αντικομμουνισμού στην περίοδο 1918-1920 όταν είχαν απελαθεί ουκ ολίγοι αριστεροί και αναρχικοί μετανάστες. Ούτε είναι η πρώτη περίπτωση μαζικών ιδεολογικά κατευθυνόμενων εκκαθαρίσεων του κρατικού μηχανισμού – στην περίοδο του Μακαρθισμού είχαν απολυθεί περίπου 5000 εργαζόμενοι του ομοσπονδιακών υπηρεσιών. Ούτε καν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται για οικονομικούς λόγους: όταν χρειάστηκε να σταματήσουν οι μαζικές αναλήψεις από τις τράπεζες ο Ρούζβελτ επικαλέστηκε τη νομοθεσία για την είσοδο των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ( το νόμο για τις Συναλλαγές με τον Εχθρό) για να κλείσει για τρεις ημέρες τις τράπεζες τον Μάρτιο του 1933 (μάλιστα τυπικά το εκτελεστικό διάταγμα και η σχετική κατάσταση έκτακτης εθνικής ανάγκης παρέμειναν σε ισχύ μέχρι το… 1978. Ούτε, βεβαίως, είναι η πρώτη απόπειρα περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων: αρκεί κανείς να κοιτάξει τη νομοθετική παραγωγή στις ΗΠΑ μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001 που σε μεγάλο βαθμό διεύρυναν τα περιθώρια επιτήρησης και παρακολούθησης όσων κατοικούν στις ΗΠΑ.
Το ίδιο το γεγονός ότι αυτές τις μεγάλες δυνατότητες τις έχουν χρησιμοποιήσει και Δημοκρατικοί Πρόεδροι, απλώς έρχεται να υπογραμμίσει το βάθος του προβλήματος. Απλώς ο Τραμπ κατάλαβε ότι πέραν όλων των άλλων, μπορεί να επενδύει πολιτικά και ιδεολογικά σε αυτή την εικόνα του ηγέτη που μόνος του αποφασίζει, παρότι και αυτό είναι κάτι που πάντα σφραγίζει την αμερικανική πολιτική ζωή.
Όμως, στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται ακριβώς ένας βαθύτερα αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος: που ποτέ δεν απέκτησε ένα κανονικό σύστημα εκλογής, άργησε πολύ να απαλλαγεί από τις φυλετικές διακρίσεις (που με ποικίλους τρόπους διατηρούνται) και συστηματικά απέφυγε να αποκτήσει την κατεξοχήν δημοκρατική κατάκτηση άλλων κρατών, δηλαδή ένα αναπτυγμένο κοινωνικό κράτος.
Ούτε είναι τυχαίο ότι τα κατεξοχήν πολιτικά και οικονομικά στηρίγματα του Τραμπ είναι εκείνοι οι επιχειρηματίες, ξεκινώντας από τον Έλον Μασκ, που μισούν το εργατικό κίνημα και έχουν ξοδέψει μεγάλα ποσά για να αποτρέψουν τη δράση συνδικάτων στις επιχειρήσεις του.
Και ίσως αυτό ακριβώς εξηγεί και γιατί σε επίπεδο κατεστημένου δεν υπάρχει κάποια μεγάλη αντίδραση στα «πραξικοπήματα» του Τραμπ, ακόμη και εάν έχουν οικονομικό κόστος: γιατί μπορεί να υπόσχεται ότι θα είναι όσο αντεργατικός θα ήθελαν. Και ακόμη παραπάνω.