«Εχουμε φθάσει σε συμφωνία που καλύπτει το 80% των θεμάτων. Ομως, σε σχέση με όσα έχουν απομείνει, ακόμη και το βήμα για το πρόσθετο 1% δεν είναι εύκολο». Με την παραπάνω αποστροφή περιγράφει πρόσωπο με γνώση των διαπραγματεύσεων το στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι συζητήσεις μεταξύ Αθήνας και Βρετανικού Μουσείου για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, διαψεύδοντας τα σενάρια περί τυπικών λεπτομερειών για την άμεση επίτευξη της τελικής συμφωνίας, αλλά –πολύ περισσότερο– περί ενδεχόμενου αδιεξόδου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα «αγκάθια» που πρέπει να ξεπεραστούν προκειμένου τα Γλυπτά να επιστρέψουν στο Μουσείο της Ακρόπολης, μέσω μιας φόρμουλας που ενώ θα μπορεί να ερμηνευθεί ως «δανεισμός» θα έχει μόνιμα χαρακτηριστικά, είναι τρία:
Πρώτον, το εύρος των εκθεμάτων που θα επιστραφούν από το Βρετανικό Μουσείο. Μίνιμουμ στόχος της Αθήνας είναι να έρθουν στην Ελλάδα τα αρχαία που θα αποκαθιστούν την ενότητα των Γλυπτών, ενώ άλλα που δεν έχουν την αντίστοιχη «συνάφεια» –για παράδειγμα, η Καρυάτιδα που αφαιρέθηκε από το Ερέχθειο– ενδεχομένως θα παραμείνουν στο Βρετανικό Μουσείο. Η διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών έγκειται στο ότι η Αθήνα διεκδικεί την επιστροφή όσο το δυνατόν περισσότερων Γλυπτών της δεύτερης κατηγορίας. Το κυριότερο, όμως, είναι πως επιδιώκει ο κατάλογος των πιθανών επιστροφών να παραμείνει «ανοικτός», ώστε η συμφωνία με τη βρετανική πλευρά να μην υποδηλώνει ότι η «αποξένωση» των αρχαιοτήτων που δεν θα επιστραφούν στην παρούσα φάση στην Ελλάδα είναι οριστική και μόνιμη.

Δεύτερον, ο χρόνος υλοποίησης της ενδεχόμενης συμφωνίας. Η βρετανική πλευρά φέρεται να επιδιώκει η ανταλλαγή των αρχαιοτήτων –καθώς έχει «κλειδώσει» ότι ως αντιστάθμισμα στην επιστροφή των Γλυπτών σημαντικά ελληνικά εκθέματα θα φιλοξενούνται στο πλαίσιο πολυετών περιοδικών εκθέσεων από το Βρετανικό Μουσείο– να πραγματοποιηθεί σε βάθος χρόνου.
Στον αντίποδα, η Αθήνα επιθυμεί η ανταλλαγή που θα συμφωνηθεί για την επανένωση των Γλυπτών και την αποκατάσταση της ενότητας του Μνημείου του Παρθενώνα να προχωρήσει άμεσα, αφού οι δια-πραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών συμπληρώνουν ήδη διάρκεια αρκετών ετών.
Τρίτον, απόσταση συνεχίζει να υφίσταται αναφορικά με την υβριδική νομική φόρμουλα που θα υιοθετηθεί για την επιστροφή των Γλυπτών προκειμένου οι δύο πλευρές να μην παραβιάσουν τις «κόκκινες γραμμές» τους. Σύμφωνα με πληροφορίες, το Βρετανικό Μουσείο επιμένει σε διατυπώσεις που εμμέσως παραπέμπουν σε «δανεισμό», προκειμένου να είναι κατοχυρωμένο έναντι πιθανών προσφυγών εναντίον του στα δικαστήρια. Είναι όμως σαφές πως και η Αθήνα δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί συμφωνία που θα παραπέμπει σε απεμπόληση της κυριότητας των Γλυπτών.

Υπό το ανωτέρω πρίσμα, η πρόσφατη δήλωση του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου Νίκολας Κάλιναν (στους «Times» του Λονδίνου) ότι «τα σχέδια παίρνουν μορφή» δεν απέχει μεν από την πραγματικότητα, αλλά η απόσταση που πρέπει να διανυθεί μεταξύ των δύο πλευρών ίσως είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι υπονοείται.
Αυτός ο δρόμος, όμως, φαίνεται πως περνάει σχεδόν μέσα από το Βρετανικό Μουσείο, καθώς οι συζητήσεις γύρω από το σχέδιο της μεγάλης ανακαίνισής του περιλαμβάνουν και την αίθουσα που φιλοξενεί τα Γλυπτά (Duveen Gallery) και δεν είναι λίγοι εκείνοι που βλέπουν τον επανασχεδιασμό του μουσείου ως ιδανικό τάιμινγκ για πιθανή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών. Μάλιστα, το Parthenon Project, η πρωτοβουλία που διεκδικεί την επανένωση των Γλυπτών μέσω μιας «win-win» συμφωνίας των δύο πλευρών, εκτιμά ότι η ανακαίνιση του μουσείου συνδέεται με τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς του.

«Το Βρετανικό Μουσείο προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του και την επιρροή του στο παγκόσμιο πολιτισμικό περιβάλλον και τώρα είναι η στιγμή για τη Μεγάλη Βρετανία και την Ελλάδα να λύσουν επιτέλους αυτή τη διαμάχη αιώνων», λέει στην «Κ» ο πρώην υπουργός Πολιτισμού της Βρετανίας και πρόεδρος του Parthenon Project, λόρδος Βέιζι, ενόψει και της σχετικής συζήτησης που διοργανώνει ο οργανισμός στο Λονδίνο στις 11 Ιουνίου. «Η λύση που προτείνεται από το Parthenon Project προβλέπει μια ουσιαστική και φιλόδοξη πολιτιστική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, που θα καταλήξει στην επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, αλλά θα αποτελέσει και αφετηρία για μια ευρύτερη πολιτιστική συνεργασία».
Στο πλαίσιο της «win-win» συμφωνίας που προτείνει το Parthenon Project περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η δημιουργία ενός μη κερδοσκοπικού ελληνοβρετανικού ιδρύματος, που θα λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο χωρών και θα αναλάβει να βρει χορηγίες για τη χρηματοδότηση των εργασιών της αίθουσας Duveen και την επέκταση του ελληνικού Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Επίσης, το Parthenon Project έχει προτείνει τη μετονομασία της αίθουσας σε «Prince Philip Hellenic Gallery», στο πλαίσιο της μελλοντικής συνεργασίας των δύο πλευρών. Αυτά βέβαια ισχύουν, εφόσον παραμείνει ίδια η μουσειολογική προσέγγιση της συλλογής.
Τα τελικά αρχιτεκτονικά σχέδια της Λιβανέζας αρχιτέκτονος Λίνα Γκότμε, που έχει αναλάβει τον σχεδιασμό των αιθουσών, θα αποκαλυφθούν την επόμενη χρονιά και ένα ερώτημα που απασχολεί ορισμένους στην Αθήνα είναι η ταυτότητα της μουσειολογικής προσέγγισης· το εάν δηλαδή η συλλογή του μουσείου θα συνεχίσει να παρουσιάζεται με βάση τους πολιτισμούς που σήμερα φιλοξενούνται σε συγκεκριμένες αίθουσες ή εάν θα αποκτήσει έναν χαρακτήρα χρονολογικής εξέλιξης.