«Ο Θεός εξακολουθεί να αγαπά την Ελλάδα. Το πετρέλαιο και τα φυσικά αέρια ανακαλύφθηκαν την κατάλληλη στιγμή. Η ενεργειακή κρίση μαίνεται πέριξ ημών και ως είναι φυσικό έχει τον αντίκτυπό της και στη ζωή του δικού μας έθνους. Η Ελλάς όμως δύναται να προσβλέπει στο μέλλον με εμπιστοσύνη. Ο ορίζων δεν είναι κλειστός». Αυτά έγραφε στις 15 Φεβρουαρίου του 1974 στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, βασικός προπαγανδιστής της χούντας του Ιωαννίδη.
Μόλις την προηγούμενη ημέρα, ο «πρωθυπουργός» Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος είχε ανακοινώσει ότι τα κοιτάσματα πετρελαίου στη θέση Πρίνος της Θάσου θα μπορούσαν να δώσουν περίπου 50.000 βαρέλια ανά 24ώρο και σε βάθος 20 ετών. Με λίγα λόγια, θα καλυπτόταν ένα μεγάλο μέρος των ενεργειακών αναγκών της χώρας, ενώ με την κατάλληλη διαχείριση οι εξαγωγές πετρελαιοειδών και άλλων παραγώγων θα έφερναν στα δημόσια ταμεία επιπλέον ρευστότητα.
Η έρευνα στα ανοικτά της Θάσου ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1973, ενώ η ελληνική οικονομία ταλανιζόταν ήδη από τις επιπτώσεις της νομισματικής κρίσης που είχε προηγηθεί. Ως αποτέλεσμα του αραβοϊσραηλινού πολέμου- τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς που έμεινε γνωστός ως πόλεμος του Γιομ Κιπούρ- και προκειμένου να ασκηθεί διπλωματική πίεση στους δυτικούς οι οποίοι στήριζαν το Ισραήλ, τα κράτη του Περσικού Κόλπου ανέκτησαν τις διαδικασίες άντλησης και καθορισμού των τιμών από τις αμερικανικές και τις αγγλικές διαχειρίστριες εταιρείες. Στις αρχές Νοεμβρίου, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Ιράκ, Μπαχρέιν και Άμπου Ντάμπι αποφάσισαν να αυξήσουν την τιμή του πετρελαίου κατά 17%. Τρεις εβδομάδες μετά, και αφού μεσολάβησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Παπαδόπουλος ανατράπηκε από τον Ιωαννίδη.

Αναζητώντας επιτυχία στην οικονομία
Όπως ακριβώς έκανε και το προηγούμενο καθεστώς, η δικτατορία του Ιωαννίδη αναζητούσε εναγωνίως λαϊκά ερείσματα. Όμως, η τεχνητή ευφορία που δημιουργήθηκε στην ελληνική οικονομία την περίοδο 1968- 1973 μέσω του υπέρογκου δανεισμού και της υπερθέρμανσης στους τομείς της οικοδομής και του τουρισμού έπρεπε πλέον να συνδυαστεί με την αντιμετώπιση της ραγδαίας ανόδου του πληθωρισμού αλλά και την ανάσχεση των ρυθμών ανάπτυξης εξαιτίας της αύξησης της τιμής του πετρελαίου.
Στα τέλη του 1973 ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού άγγιζε το 40%. Βήμα- βήμα η ελληνική οικονομία οδηγούνταν στον εφιάλτη του στασιμοπληθωρισμού: Αύξηση του κόστους ζωής σε συνδυασμό με ύφεση
Η «κυβέρνηση» του Ανδρουτσόπουλου επιχείρησε να επιβάλει μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών στην αγορά, κίνηση που τελικά οδήγησε στο αντίθετο αποτέλεσμα. Στα τέλη του 1973 ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού άγγιζε το 40%. Βήμα- βήμα η ελληνική οικονομία οδηγούνταν στον εφιάλτη του στασιμοπληθωρισμού: Αύξηση του κόστους ζωής σε συνδυασμό με ύφεση.
Τα Χριστούγεννα του 1973 τα έξι πετρελαιοπαραγωγικά κράτη του Περσικού Κόλπου αποφάσισαν νέα αύξηση στο πετρέλαιο: Από 5, 11 δολάρια σε 11,65 δολάρια/ βαρέλι. Από την άνοιξη έως τα τέλη του 1973 οι καταναλωτές στη Δύση είδαν την τιμή του πετρελαίου να ανεβαίνει κατά 3,5 φορές. Ο Ελεύθερος Κόσμος δεν ανησυχούσε. Έγραφε, ανήμερα τα Χριστούγεννα, στο κύριο άρθρο του: «Ο ελληνικός λαός παρά τις υφιστάμενες δυσχέρειες δεν αγωνιά. Κατέχεται αντιθέτως από τη βεβαιότητα ότι τελικώς όλα θα πάνε καλά και με τη βεβαιότητα αυτή εορτάζει τη σημερινή μεγάλη επέτειο του χριστιανικού κόσμου». Και προσέθετε: «Η Ελλάς εδέχθηκε καθυστερημένα και ηπιότερα τους αντίκτυπους της διεθνούς κρίσης. Η δομή της εσωτερικής καταστάσεως, οι ρυθμοί ανάπτυξης που πέτυχε κατά την τελευταίαν επταετίαν και η σώφρων φιλειρηνική εξωτερική πολιτική της, της επέτρεψαν ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση με σθένος, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα».

Παρά την καλλιεργημένη αισιοδοξία του καθημερινού οργάνου της χούντας, στο επιτελείο του Ιωαννίδη αντιλαμβάνονταν, έστω εν μέρει, ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η σταθερότητα του καθεστώτος. Τα «θαύματα» του Πρίνου ήταν η καλύτερη, και μάλιστα διπλή, ευκαιρία: Η Ελλάδα όχι μόνο θα έλυνε το ενεργειακό, αλλά και το πρόβλημα της ρευστότητας. «Αναβλύζει άφθονο το πετρέλαιο της Πρίνος- 1», έγραφε με πηχυαία γράμματα ο Ελεύθερος Κόσμος της 19ης Φεβρουαρίου 1973.

Η αμφισβήτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας
Αντίστοιχη κατάσταση, με πολιτική αστάθεια και προβλήματα στην οικονομία, επικρατούσε και στην Τουρκία, όπου μια ιδιότυπη συνεργατική κυβέρνηση κεμαλιστών- ισλαμιστών, με επικεφαλής τους Μπουλέντ Ετζεβίτ– Νετσμεντίν Ερμπακάν, είχε διαδεχθεί τη στρατιωτική χούντα.

Στο χάρτη που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της τουρκικής Κυβερνήσεως την 1η Νοεμβρίου, αποτυπώνονταν για πρώτη φορά οι θέσεις της Άγκυρας όσον αφορά τον τρόπο οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών
Οι φήμες που κυκλοφόρησαν το φθινόπωρο του 1973, ότι οι έρευνες που είχε παραγγείλει η ελληνική δικτατορία στα ανοικτά της Θάσου (στην κοινοπραξία Oceanic Exploration) ανέδειξαν σημαντικές ποσότητες υδρογονανθράκων, αρκούσαν: Την 1η Νοεμβρίου δημοσιεύθηκε απόφαση στην Εφημερίδα της τουρκικής Κυβερνήσεως σύμφωνα με την οποία η Άγκυρα εκχωρούσε στην κρατική εταιρεία πετρελαίου (ΤΡΑΟ) άδεια ερευνών και εκμετάλλευσης στα διεθνή ύδατα του βορείου Αιγαίου, μεταξύ Λέσβου, Χίου, Αγίου Ευστρατίου και Λήμνου.

Οι περιοχές που δέσμευαν οι Τούρκοι ανήκαν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και δι’ αυτών αποτυπώνονταν για πρώτη φορά επί χάρτου οι θέσεις της Άγκυρας όσον αφορά τον τρόπο οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών. Σύμφωνα με αυτές: οι βάσεις μέτρησης της υφαλοκρηπίδας είναι οι ηπειρωτικές ακτές της Ελλάδα και της Μικράς Ασίας. Τα ελληνικά νησιά που βρίσκονται κοντά στις τουρκικές ακτές δεν έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των κρατών δεν πραγματοποιείται στη λογική της ίσης απόστασης, αλλά κατόπιν διμερούς συμφωνίας. Για την οριοθέτηση πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ημίκλειστος χαρακτήρας της θάλασσας και τα συμφέροντα της Τουρκίας. Αυτό ήταν το σημείο εκκίνησης των τουρκικών διεκδικήσεων, οι οποίες έκτοτε συνεχίζουν να αναπτύσσονται τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι πλέον έμπειροι διπλωμάτες στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών αμφισβητούσαν τους χειρισμούς του καθεστώτος Ιωαννίδη, καθώς από τους ιθύνοντες της δικτατορίας εξέλειπαν ακόμα και οι βασικές γνώσεις στα ζητήματα οριοθετήσεων
Η χούντα του Παπαδόπουλου δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ενώ καθυστερημένη ήταν και η απάντηση της «κυβέρνησης» Ανδρουτσόπουλου. Στις 7 Φεβρουαρίου 1974 εκδόθηκε ρηματική διακοίνωση στην οποία καταγράφονταν οι ελληνικές θέσεις περί της υφαλοκρηπίδας, κυριότερη εκ των οποίων ήταν ότι τα ελληνικά νησιά διαθέτουν πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα. Η τουρκική απάντηση, σε διπλωματικό επίπεδο, ήρθε στις 27 Φεβρουαρίου, αφού είχαν μεσολαβήσει οι προπαγανδιστικές ανακοινώσεις της χούντας για τον Πρίνο. Η αντιπαράθεση έλαβε σταδιακά δημόσιες διαστάσεις, με τις φίλα προσκείμενες στη χούντα Ιωαννίδη εφημερίδες να προειδοποιούν ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης επί του πεδίου, η Άγκυρα θα λάμβανε στρατιωτική απάντηση.
Ανάλογου ύφους ήταν και οι δηλώσεις του Ανδρουτσόπουλου, αλλά και του Σπυρίδωνος Τετενέ, διπλωμάτη που είχε διοριστεί τότε υπουργός Εξωτερικών. «Τα δικαιώματά μας θα περιφρουρηθούν», τόνιζε ο Τετενές στις 24 Φεβρουαρίου, «δεν ενδίδουμε σε εκβιασμούς», ήταν η «αυστηρή προειδοποίηση»- όπως την χαρακτήρισε ο Ελεύθερος Κόσμος- του «πρωθυπουργού» προς την Τουρκία στις 9 Μαΐου. Την ίδια ώρα στην άλλη πλευρά του Αιγαίου διοργανώνονταν μαζικές λαϊκές συγκεντρώσεις «υπέρ των τουρκικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Κύπρο». Εν τω μεταξύ οι πλέον έμπειροι διπλωμάτες στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών αμφισβητούσαν τους χειρισμούς του καθεστώτος Ιωαννίδη, καθώς από τους ιθύνοντες της δικτατορίας εξέλειπαν ακόμα και οι βασικές γνώσεις στα ζητήματα οριοθετήσεων.
Στις 29 Μαΐου 1974, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Τσανταρλί έβγαινε από τον Βόσπορο με προορισμό τις περιοχές που είχαν αδειοδοτηθεί στην ΤΡΑΟ, συνοδευόμενο από 32 πλοία του Πολεμικού Ναυτικού
Στις 29 Μαΐου, ανήμερα της επετείου της Άλωσης, στην Αθήνα έφθασε μια έκτακτη είδηση. Το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Τσανταρλί έβγαινε από τον Βόσπορο με προορισμό τις περιοχές που είχαν αδειοδοτηθεί στην ΤΡΑΟ από την τουρκική κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 1973, δηλαδή πάνω από ελληνική υφαλοκρηπίδα, την οποία και η Άγκυρα αμφισβητούσε. Εκτός αυτού, αρμόδιες για την πλεύση στην εν λόγω περιοχές ήταν οι ελληνικές και όχι οι τουρκικές αρχές.

Το αξιοπερίεργο ήταν ότι το Τσανταρλί συνοδευόταν από 32 πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ η έξοδός του έγινε γνωστή από τα τουρκικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, λαμβάνοντας αμιγώς εθνικιστικά, επικοινωνιακά χαρακτηριστικά.
Δια της μεθόδου της έκδοσης αδειών για έρευνες και της εξόδου ερευνητικών πλοίων, η Άγκυρα αμφισβητεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα
Το γεγονός δε ότι το συγκεκριμένο πλοίο δεν διέθετε τα απαραίτητα όργανα για να προχωρήσει στις έρευνες αποδείκνυε ότι στόχος της Τουρκίας ήταν αφενός να αμφισβητήσει επί του πεδίου τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, αφετέρου να προβάλει τη διάθεσή της για στρατιωτικοποίηση της κρίσης. Αμφότερα οι στόχοι κατέστησαν από το σημείο εκείνο μοτίβο για την Τουρκία: Δια της μεθόδου της έκδοσης αδειών για έρευνες και της εξόδου ερευνητικών πλοίων, η Άγκυρα αμφισβητεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις, 1976-1987-2020, οι δύο πλευρές έφθασαν στα όρια της ένοπλης ρήξης.
Τελικά, το Τσανταρλί αυτοπεριορίστηκε στα τουρκικά χωρικά ύδατα, ενώ με επίκεντρο τις αμερικανικές πρεσβείες σε Αθήνα και Άγκυρα, η κρίση αποκλιμακώθηκε. Παρόλα αυτά, το γεγονός αύξησε κατά κόρον την ένταση μεταξύ των δύο χωρών, με αρνητικές προβολές στο άμεσο μέλλον. Εν τω μεταξύ έως το 1977 είχε διαπιστωθεί ότι τα «θαύματα» του Πρίνου ήταν μικρότερα από τα αναμενόμενα, καθώς τα δύο κοιτάσματα χωρίζονταν από τάφρο, ενώ αμφισβητούνταν και η ποιότητα του πετρελαίου. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, η χούντα του Ιωαννίδη αναζήτησε αλλού την εθνική επιτυχία που θα τη διατηρούσε στην εξουσία. Τελικά, το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, ενάμιση μήνα μετά την έξοδο του Τσανταρλί, οδήγησε στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο.