Το μεγάλο ανατολίτικο παζάρι της Τουρκίας, ή αυτό που οι Δυτικοί είθισται να περιγράφουν ως «συναλλακτική» πολιτική, άρχισε τη στιγμή που o «νέος σερίφης στην πόλη» –όπως χαρακτήρισε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ο αντιπρόεδρός του Τζ. Ντ. Βανς– ξεδίπλωσε το βασικό σχέδιο εξωτερικής πολιτικής του. Είχε έρθει η ώρα να βγει από το συρτάρι ένα παλιό, καλογραμμένο αλλά σκονισμένο σενάριο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, εκείνο με την Τουρκία ως απαραίτητο εταίρο της ευρισκόμενης σε κίνδυνο Ευρώπης. Στο υπουργείο Εξωτερικών, τον οργανισμό που διαφυλάσσει τη θεσμική μνήμη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία ούτε η προσφορά της Τουρκίας ούτε και η προθυμία με την οποία έσπευσαν να την αγκαλιάσουν αρκετοί εταίροι στην Ε.Ε. Ωστόσο, των ορατών σε όλους επεισοδίων του 2025 είχαν προηγηθεί πολλά και παρασκηνιακά και είχαν όλα ως κοινό παρονομαστή την προσπάθεια της Αγκυρας να αποκτήσει πρόσβαση σε ευρωπαϊκό χρήμα, ιδίως στα δισεκατομμύρια που θα κατευθυνθούν για την ανασυγκρότηση της αμυντικής βιομηχανίας. Το παζλ είναι σύνθετο και συμπλέκει την ευρωπαϊκή άμυνα, την ανάγκη για δημιουργία ενός βραχίονα ανεξάρτητου από το ΝΑΤΟ (το οποίο στην πραγματικότητα θα καταρρεύσει δίχως τις ΗΠΑ), την επίλυση του Ουκρανικού, αλλά και το νέο Μεγάλο Παιχνίδι του κ. Τραμπ για κλείσιμο των εκκρεμοτήτων σε όλη την ευρύτερη περιοχή συμφερόντων και της Τουρκίας.

Παράθυρα και εντάσεις
Η προσπάθεια ένταξης της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά προγράμματα είναι τουλάχιστον δεκαετής και συμβαδίζει με τις εντατικές διεργασίες εντός Ε.Ε. που κατέληξαν στη δημιουργία της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) και, αργότερα, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αμύνης (EDF). Η ένταξη τρίτων χωρών στην PESCO είχε προβλεφθεί υπό προϋποθέσεις, σε ένα χρονικό παράθυρο που έκλεινε στα τέλη του 2020. Το παράθυρο αυτό αφορούσε, βεβαίως, κυρίως τις ΗΠΑ, τη Νορβηγία αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Τουρκία, ειδικά σε εκείνη τη φάση ανοιχτής αμφισβήτησης στο πεδίο των δικαιωμάτων της Ελλάδας, ήταν αδύνατο ακόμα και να συζητηθεί. Τότε, για λόγους που συνδέονταν με την εσωτερική πολιτική κατάσταση στη Βρετανία, το Λονδίνο επέλεξε να μείνει εκτός. Ανάλογες ήταν οι διεργασίες και στο πλαίσιο του EDF, το οποίο ξεκίνησε το 2021 και από το οποίο έως το 2027 η Ελλάδα μπορεί να απορροφήσει έως και 7,9 δισ. ευρώ. Σε όλες αυτές τις διεργασίες η Ελλάδα, μαζί με τη Γαλλία, την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και την Κομισιόν, και κατά καιρούς κάποιες άλλες χώρες, συμφωνούσαν στην ανάγκη να παραμείνει η χρηματοδότηση εντός Ε.Ε. Οι μεγαλύτερες εντάσεις ήταν –και παραμένουν– στις συζητήσεις με την Ιταλία, η οποία, άλλωστε, συνεργάζεται ανοιχτά και διμερώς με την Τουρκία. Η προσπάθεια να ανοίξει εκ νέου «παραθυράκι» για την είσοδο της Τουρκίας στην PESCO, όπως αυτή εκφράστηκε και γραπτώς στο προσχέδιο της Λευκής Βίβλου της Ε.Ε. για την Αμυνα, με διατύπωση περί «κατά περίπτωση» εξέτασης, δεν πρόκειται να τύχει έγκρισης από την Αθήνα.
Από τα κείμενα είναι σαφές ότι η πρόσβαση τρίτων μπορεί να αποκλειστεί εφόσον πρόκειται για κρατικές αμυντικές βιομηχανίες. Για παράδειγμα, η τουρκική κρατική εταιρεία ΤΑΙ (αεροναυπηγική) είναι αδύνατον να συμμετάσχει, όπως άλλωστε και εταιρείες που εμφανίζονται ως ιδιωτικές αλλά επιδοτούνται από το κράτος. Σε αυτή την κατηγορία δεν εμπίπτει η Baykar των γνωστών UAV TB-2 Bayraktar, που μπορεί να ανήκει στον Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ, γαμπρό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά υπό προϋποθέσεις και με αυξημένη πλειοψηφία (δηλαδή όχι με ομοφωνία και των «27») θα μπορούσε να ενταχθεί σε ευρωπαϊκά προγράμματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Baykar εξαγόρασε την ιταλική Piaggio Aerospace, ούτε βεβαίως και η συνεργασία με τη Leonardo, δύο γεγονότα που προκάλεσαν έντονη δυσφορία στην Αθήνα, καθώς η Ρώμη δεν ακολούθησε την απαιτούμενη οδό, παρά το γεγονός ότι τελικά η ελληνοϊταλική διαφορά δεν έφτασε στα άκρα. Δεν θα πρέπει, βεβαίως, να λησμονείται ότι η φάση αυτή συμπίπτει και με την περίοδο ανακίνησης της υπόθεσης των Τεμπών, όπου εμπλέκεται και μια ιταλική εταιρεία, η Hellenic Train (θυγατρική της κρατικής Trenitalia S.p.A.). Βέβαια, η εξαίρεση αυτή αφορά και την Ελλάδα, καθώς, για παράδειγμα, η Intracom Defense ανήκει πλέον στην ισραηλινή ΙΑΙ, ενώ τα Ναυπηγεία Ελευσίνας υποστηρίζονται από αμερικανικούς κρατικούς πόρους μέσω της DFC.
Η Αγκυρα θέλει ευρώ – Η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να μην υποχωρήσει ούτε χιλιοστό από τις θέσεις της για την ανάγκη αποκλεισμού της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας από τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Και, προς το παρόν, «έχει προσδεθεί στο άρμα» των Γάλλων.
Η Αθήνα είναι αποφασισμένη να μην υποχωρήσει ούτε χιλιοστό από τις θέσεις της για την ανάγκη αποκλεισμού της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας από τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Και, προς το παρόν, «έχει προσδεθεί στο άρμα» των Γάλλων, οι οποίοι δεν επιθυμούν –για άλλους λόγους– να σπαταλιέται ευρωπαϊκό χρήμα εκτός Ε.Ε. Η επόμενη φάση, που αφορά το νέο επενδυτικό ταμείο της Ε.Ε. για την άμυνα και βρίσκεται ακόμα υπό συζήτηση, θα αποτελέσει ένα ακόμα πεδίο.

Οι «πρόθυμοι» και η Ουκρανία
Ωστόσο και το Παρίσι, όπως φάνηκε από τις κοινές γαλλοβρετανικές πρωτοβουλίες, θεωρεί την Τουρκία αναπόσπαστο κομμάτι οποιασδήποτε προσπάθειας για την επόμενη ημέρα στην Ουκρανία, καθώς η Αγκυρα και σημαντικές δυνάμεις προτίθεται να στείλει στο πλαίσιο της διατήρησης της ειρήνης που τελεί ακόμα υπό διαπραγμάτευση, και επιπλέον διαθέτει πρόσβαση στη Μόσχα. Η εικόνα αυτή έγινε ορατή την περασμένη εβδομάδα, όταν οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων Γαλλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και Τουρκίας συναντήθηκαν ξεχωριστά στο Παρίσι, μετά την ευρύτατη συνάντηση των ομολόγων τους σε επίπεδο Ε.Ε. και λοιπών προθύμων για το Ουκρανικό.
Αυτά τα δεδομένα πιέζουν ιδιαίτερα την Ελλάδα να γίνει πιο ενεργή. Κατ’ αρχάς ως προς την ανάγκη για μεγαλύτερη συμμετοχή σε δράσεις και αποστολές της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ εντός της Ευρώπης. Ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα έχει μεγαλύτερες δυνατότητες σε μέσα αντικρούει στις διαρκείς αναβολές ή και καθυστερήσεις για διάθεσή τους σε αποστολές στο εξωτερικό. Το γεγονός αυτό έχει μετατραπεί στο πέρασμα των χρόνων σε επιχείρημα για όσους θεωρούν περιορισμένη την αξιοπιστία της Αθήνας, τη στιγμή μάλιστα που η Τουρκία συμμετέχει σε ευρωπαϊκές αποστολές, όπως η EUFOR-ALTHEΑ στη Βοσνία με 150 στρατιωτικούς (η Ελλάδα με ένα λόχο), και στη διοίκηση κάποιων από τις διεσπαρμένες μεικτές μονάδες ανά τη χώρα. Ηδη η Ελλάδα έχει διαβεβαιώσει ότι θα διαθέσει δυνάμεις στην Ουκρανία, υπό δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η ειρηνευτική αποστολή να έχει την έγκριση της Ρωσίας και, δεύτερον, η όλη επιχείρηση να γίνει υπό τη σημαία κάποιου διεθνούς οργανισμού.
Επιπλέον, στην Αθήνα, τόσο σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης όσο και σε επίπεδο διπλωματικό και στρατιωτικό, έχει γίνει αντιληπτό ότι η απουσία της Ελλάδας από κρίσιμα πεδία για την ασφάλεια της Ευρώπης αφαιρεί επιχειρήματα, αλλά και εμπειρίες που θα ήταν πολύτιμες για τις Ενοπλες Δυνάμεις, οι οποίες βρίσκονται υπό καθεστώς αναμόρφωσης, ακριβώς προκειμένου να βρεθούν πιο κοντά στο επίκεντρο των εξελίξεων.