Δεν είναι πάντα οι φωνές που πληγώνουν. Μερικές φορές είναι το βλέμμα που κόβει τη συζήτηση. Η ατμόσφαιρα που αλλάζει ξαφνικά, χωρίς εξήγηση. Η αίσθηση ότι κάτι έχει συμβεί, ακόμη κι αν δεν ειπώθηκε λέξη και πως εσύ πρέπει να προσαρμοστείς για να αποφύγεις το επόμενο ξέσπασμα. Για πολλούς, η παιδική ηλικία ήταν μια καθημερινότητα με σταθερά ασταθές συναισθηματικό έδαφος, όπου ο γονιός δεν αποτελούσε σημείο αναφοράς, αλλά πηγή απρόβλεπτης σύγκρουσης.
Αυτού του είδους η γονεϊκή παρουσία, που χαρακτηρίζεται από έντονη συναισθηματική φόρτιση, αντιφατικά μηνύματα και διαρκείς εντάσεις, περιγράφεται συχνά ως γονιός υψηλής σύγκρουσης (high-conflict parent). Δεν είναι ένας τύπος ανθρώπου, αλλά ένα μοτίβο δυναμικής, όπου το συναίσθημα του γονιού κυριαρχεί, η σταθερότητα υποχωρεί, και το παιδί μαθαίνει να ρυθμίζει τα πάντα με βάση την ενόχληση ή την ανασφάλεια του άλλου.
Advertisment
Όταν το σπίτι γίνεται απρόβλεπτο πεδίο
Η οικογένεια υποτίθεται πως είναι ο πρώτος μας κόσμος – εκεί όπου μαθαίνουμε πώς να σχετιζόμαστε, να ανήκουμε, να εμπιστευόμαστε. Όταν όμως ένας γονέας δυσκολεύεται να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, τα παιδιά συχνά αναγκάζονται να γίνουν οι “σταθεροί” της σχέσης. Φορτίζονται δηλαδή, με μια ευθύνη που δεν τους ανήκει.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον:
- Οι ρόλοι συχνά αντιστρέφονται. Το παιδί μαθαίνει να προβλέπει, να κατευνάζει, να «διαβάζει» τη διάθεση του γονιού για να προστατευτεί.
- Οι λέξεις χάνουν την ασφάλειά τους. Αυτό που λέγεται τη μία μέρα αναιρείται την επόμενη. Υπάρχει η αίσθηση ότι τίποτα δεν είναι σταθερό, ακόμη κι όταν όλα φαίνονται ήσυχα.
- Οι εντάσεις εναλλάσσονται με περιόδους φαινομενικής ηρεμίας, δημιουργώντας έναν εσωτερικό ρυθμό επαγρύπνησης. Το παιδί μαθαίνει να «μην ησυχάζει».
Αυτό το περιβάλλον δεν αφήνει πάντα εξωτερικά σημάδια, αλλά επηρεάζει βαθιά τον τρόπο με τον οποίο κάποιος χτίζει σχέσεις, κατανοεί τον εαυτό του, και ερμηνεύει τη σύγκρουση στην ενήλικη ζωή.
Advertisment
Τα ψυχολογικά αποτυπώματα που διαρκούν
Πολλοί άνθρωποι που μεγάλωσαν σε τέτοια πλαίσια δεν περιγράφουν απαραίτητα «κακοποίηση» με την τυπική έννοια. Αντίθετα, συχνά θυμούνται μια αίσθηση εσωτερικής αναστάτωσης. Μια δυσκολία να εμπιστευτούν την ασφάλεια σε μια σχέση. Έναν βαθύ φόβο ότι μια λάθος λέξη μπορεί να τους απορρίψει. Μια σταθερή αίσθηση πως «πρέπει να προσέχω» για να μην διαταράξω την ισορροπία.
Η επιστήμη αναγνωρίζει σήμερα τη λεγόμενη σχέση υψηλής συναισθηματικής δυσκολίας ως έναν από τους λιγότερο ορατούς, αλλά σημαντικότερους παράγοντες ψυχολογικού τραύματος. Χωρίς εμφανή σημεία, χωρίς “γεγονότα”, αλλά με χρόνια έκθεση σε αβεβαιότητα, συναισθηματικό χάος και διαστρέβλωση της πραγματικότητας, οι συνέπειες αγγίζουν συχνά:
- την αυτοεκτίμηση (μέσα από συνεχή αμφισβήτηση του εαυτού),
- τις σχέσεις εξάρτησης ή υπερπροσαρμογής,
- τη δυσκολία στο να ειπωθεί ένα “όχι”, χωρίς ενοχή,
- την αίσθηση ότι κάθε σύγκρουση είναι απειλή.
Η αγάπη που περνά μέσα από την προσαρμογή
Σ’ ένα περιβάλλον συναισθηματικά ασταθές, το παιδί δεν μαθαίνει μόνο να αποφεύγει τις εντάσεις. Μαθαίνει να αναγνωρίζει τη συναισθηματική του ασφάλεια μέσα από την προσαρμογή. Αναπτύσσει ένα είδος εσωτερικού ραντάρ: σκανάρει τη διάθεση του γονιού, διαβάζει τα μη λεκτικά σήματα, προβλέπει την αποδοκιμασία. Η αγάπη δεν βιώνεται ως κάτι σταθερό· συνδέεται με την αποδοχή, που με τη σειρά της εξαρτάται από το πόσο «ήσυχο», προβλέψιμο ή ευχάριστο είναι το παιδί.
Η ανάγκη να μην ενοχλήσει ή να μη δυσαρεστήσει, μετατρέπεται σιγά σιγά σε μοτίβο συμπεριφοράς. Το παιδί παραιτείται από την αυθόρμητη έκφραση. Επιλέγει σιωπή αντί για διαφωνία, συμμόρφωση αντί για πρωτοβουλία. Και έτσι αρχίζει να εσωτερικεύει ένα υπόγειο μήνυμα:
«Για να αξίζω την προσοχή, πρέπει να προσαρμόζομαι».
Αυτό δεν αφορά μόνο τις στιγμές έντασης. Αφορά και τις στιγμές αγάπης. Όταν η στοργή προσφέρεται υπό όρους, το παιδί μαθαίνει να συνδέει τη συναισθηματική ζεστασιά με την αυτοκαταστολή. Να μη θυμώνει, να μη ζητά, να μη δυσκολεύει τον άλλον. Να μην, να μην, να μην…
Μεγαλώνοντας, αυτό το μοτίβο συνεχίζει να επαναλαμβάνεται, ακόμη κι όταν δεν το αναγνωρίζουμε. Παρουσιάζεται σε σχέσεις που χτίζονται γύρω από την υπερπροσφορά, την υποχώρηση, τον φόβο ότι το αληθινό σου πρόσωπο θα ενοχλήσει. Κι εκεί βρίσκεται η σιωπηλή κληρονομιά της παιδικής προσαρμογής. Στην τάση δηλαδή να ζητάς αγάπη με τον τρόπο που έμαθες να την «κερδίζεις», σβήνοντας ένα κομμάτι σου κάθε φορά.
Η επαναφορά στην επιλογή
Η πορεία προς την αποκατάσταση δεν σημαίνει απόρριψη του παρελθόντος, ούτε απαραίτητα ρήξη. Σημαίνει πρώτα αναγνώριση. Το να επιτρέψουμε δηλαδή στον εαυτό μας, να δει τις συνθήκες στις οποίες μεγάλωσε, χωρίς να τις δικαιολογεί ή να τις μικραίνει.
Σημαίνει να πάρεις τη θέση του ενήλικα στη δική σου ζωή — όχι του παιδιού που προσαρμόζεται, αλλά του ανθρώπου που θέτει όρια, προστατεύει τον εαυτό του και επιλέγει με ποιον τρόπο θέλει να σχετίζεται.
Και τέλος, σημαίνει επαναφορά στην επιλογή. Με ποιον τρόπο θέλω να σχετίζομαι, πώς ορίζω το ασφαλές, πώς αποφεύγω την αναπαραγωγή όσων με τραυμάτισαν;
Η θεραπευτική διαδικασία, η αυτογνωσία, αλλά και η ουσιαστική σύνδεση με ανθρώπους που δημιουργούν σταθερό πλαίσιο, μπορούν να αποτελέσουν περάσματα προς μια συναισθηματική ζωή με περισσότερη σταθερότητα, νόημα και ελευθερία.
Δεν χρειαζόμαστε μια ζωή σε επιφυλακή. Το να μεγαλώνεις με έναν γονέα υψηλής έντασης σε μαθαίνει να ανασαίνεις μέσα στην αβεβαιότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως έτσι πρέπει να ζεις.
Το τραύμα δεν γράφεται μόνο από όσα έγιναν· γράφεται κι από εκείνα που έλειψαν. Την ηρεμία, τη σιγουριά, τη γαλήνια παρουσία. Γι’ αυτό και η αποκατάσταση ξεκινά όταν αρχίζεις να πιστεύεις πως αυτά που δεν είχες, αξίζει να τα διεκδικήσεις.
Βιβλιογραφία
- Hutchinson, T. S. (2025). 7 Signs You Grew Up With a High-Conflict Parent. Psychology Today.
- Johnson, S. M. (2019). Attachment Theory in Practice: Emotionally Focused Therapy (EFT) with Individuals, Couples, and Families. Guilford Press.
- Van der Kolk, B. (2014). The Body Keeps the Score: Brain, Mind, and Body in the Healing of Trauma. Viking.
- Linehan, M. M. (1993). Cognitive-Behavioral Treatment of Borderline Personality Disorder. Guilford Press.

