Τα «τσαντίρια» και οι «νοικοκυραίοι»

Κοινοποίηση

Στο ύψος των Τεμπών, αν βγεις από την εθνική, μπεις σε έναν χωματόδρομο και ακολουθήσεις το ένστικτό σου μπορεί να φτάσεις σε ένα αλλόκοτο σημείο: μικρά εκκλησάκια με φωτογραφίες νέων –κυρίως– ανθρώπων, αυτοσχέδια πανό ξεθωριασμένα απ’ τον χρόνο, ξεραμένες ανθοδέσμες, σκισμένες ζωγραφιές και ταλαιπωρημένα συνθήματα. Τριγύρω, η γνώριμη εικόνα του επαρχιακού παράδρομου. Σκουπίδια, άναρχη βλάστηση, λόφοι με μπάζα. Κοντά στις ράγες, δίπλα στον αυτοκινητόδρομο, κρυμμένος βρίσκεται ο χώρος του πένθους για τα 57 θύματα της τραγωδίας των Τεμπών.

Η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι μετέφερε την τοπογραφία αυτή στο πιο κεντρικό σημείο της χώρας. Μπροστά στη Βουλή. Και αυτό ενόχλησε. Αρχικά, ο αντίλογος στο διάβημά του ήταν υποτονικός. Οσο προχωρούσαν οι μέρες, μορφοποιόταν μέσα από τη συνήθη τοξικότητα του Διαδικτύου: το «τσαντίρι», τα «καντήλια», τα υπονοούμενα για έναν άνδρα που είναι μεν εξαιρετικά οικείος ως μορφή, αλλά και ταυτόχρονα «ξένος». Πρόκειται για μια ελληνική εκδοχή ενός παγκόσμιου πολιτισμικού πολέμου – ας σκεφτούμε εδώ και την κριτική προς τους υποστηρικτές της Παλαιστίνης με τον όρο «άπλυτοι» ή τη στερεοτυπική γελοιοποίηση όσων πίστεψαν στο «Οχι» του 2015 μέσα από την εικόνα των νεαρών κοριτσιών που χόρευαν στο Σύνταγμα.

Τη λήξη της απεργίας πείνας διαδέχθηκε η πολυσυζητημένη πλέον πρωθυπουργική πρωτοβουλία για τη διαχείριση του χώρου όπου αυτός ο πολίτης διατύπωσε το αίτημά του. Δίχως να παραβιάσει στο ελάχιστο κάποιον νόμο. Ο Πάνος Ρούτσι δεν εμπόδισε την κυκλοφορία, δεν έβαλε τρικλοποδιά στους ευζώνους, δεν αμφισβήτησε τα συμβολικά και κυριολεκτικά όρια του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου. Το δικαίωμά του να βρίσκεται εκεί και να εκφράζεται ελεύθερα το καθορίζει το Σύνταγμά μας. Αρα πού είναι τελικά το πρόβλημα;

Συνταγματικό δικαίωμα – Ο Πάνος Ρούτσι δεν εμπόδισε την κυκλοφορία, δεν έβαλε τρικλοποδιά στους Ευζώνους, δεν αμφισβήτησε τα όρια του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου. Το δικαίωμά του να βρίσκεται εκεί και να εκφράζεται ελεύθερα το καθορίζει το Σύνταγμά μας.

Κατά τη γνώμη μου, το «πρόβλημα» εκκινεί από μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη που αντιμετωπίζει με υπεροψία και καχυποψία την εισβολή του λαϊκού στοιχείου στον δημόσιο χώρο. Υπεροψία με ταξικές συνδηλώσεις και καχυποψία για την απρόβλεπτη δυναμική της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Η γενεαλογία αυτής της αντίληψης μας παραπέμπει ευθέως σε μια αστική χρήση της αισθητικής ως πολιτικού εργαλείου πολλαπλής οριοθέτησης. Κάποτε, αυτή συμπυκνωνόταν στη χρήση του «πεζοδρομίου» ως μεταφορά για τα χαρακτηριστικά της λαϊκής κινητοποίησης. Το «πεζοδρόμιο» είναι αμφιβόλου ηθικής και χαμηλής αισθητικής, είναι η φυσική έδρα της οχλοκρατίας, είναι αυτό που απειλεί την ευταξία του πολιτικού βίου. Ο κυβερνητικός λόγος σήμερα αντλεί από την παράδοση αυτή όταν αντιδιαστέλλει όσους με την παρουσία τους ευτελίζουν τα ιερά και τα όσια του έθνους με την ιδεοτυπική μορφή του κοινωνικού συντηρητισμού: τους περίφημους «νοικοκυραίους». Οσους ανήκουν –ή έτσι νιώθουν– σε ένα αισθητικό και κοινωνικό σύμπαν όπου δεν υπάρχουν «τσαντίρια» ή εν γένει η οικονομία της ανάγκης.

Ταυτόχρονα όμως με τις ιστορικές συνέχειες, υπάρχει και μια δηλωτική τομή: η ξαφνική αναγόρευση του χώρου μπροστά στον Αγνωστο Στρατιώτη σε άβατο. Είναι δηλωτικό της μετατόπισης ότι στην κοινοβουλευτική συζήτηση μετά το Πολυτεχνείο του 1980 –όταν η απαγόρευση της πορείας στην πρεσβεία των ΗΠΑ οδήγησε στη δολοφονία δύο νέων ανθρώπων– ο τότε πρωθυπουργός ανέφερε τη συγκέντρωση διαδηλωτών στον Αγνωστο Στρατιώτη δίχως κάποια νύξη ότι αυτό συνιστά πρόβλημα. Το 2015 οι υποστηρικτές του «Ναι» στο δημοψήφισμα άνοιξαν σημαίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης πάνω –κυριολεκτικά– στο δεσπόζον γλυπτό του μνημείου, καθώς είχαν ανέβει ανεμπόδιστα στο επάνω διάζωμα. Μέχρι και πρόσφατα εθεωρείτο αυτονόητο ότι ο χώρος μπροστά στη Βουλή, εκτός από σημείο συναντήσεων και τουριστικής βόλτας, είναι ο κατεξοχήν τόπος έκφρασης της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Πολύ απλά γιατί είναι δίπλα, εφάπτεται, στο κτίριο της Βουλής, δηλαδή στον χώρο λήψης πολιτικών αποφάσεων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοινωνική διαμαρτυρία διασαλεύει την κανονικότητα. Αυτό είναι που την καθιστά ορατή. Και η διεκδίκηση της ορατότητας εμπεριέχει τη συνομιλία και ενίοτε την αμφισβήτηση των συμβόλων και την ανατροπή της φαντασιακής εικόνας της όποιας ευταξίας. Και εκεί ακριβώς κρίνεται: αν τα όρια που μεταβάλλει με τη δράση της διευρύνουν ή συρρικνώνουν την υποστήριξη προς αυτήν. Το δικαίωμα στη διαμαρτυρία είναι μια βασική παραδοχή των φιλελεύθερων δημοκρατιών στον βαθμό που συμφωνούμε ότι η δημοκρατική συμμετοχή δεν εξαντλείται στην επιλογή ενός ψηφοδελτίου κάθε τέσσερα χρόνια. Η δημοκρατία μας –που βρίσκεται σε κρίση– δεν πρόκειται να ανανεωθεί αν αποστειρώσουμε τα μάρμαρα ή αν κατακλυζόμαστε από εικόνες μιας αστικής Αθήνας που είτε δεν υπήρξε ποτέ είτε –αν υπήρξε– στηριζόταν στον ταξικό και πολιτικό αποκλεισμό της πλέμπας από τη βιτρίνα της. Αυτό που χρειάζεται είναι ο προβληματισμός γιατί το «τσαντίρι» του Πάνου Ρούτσι φαίνεται να συγκινεί και να δημιουργεί σχέσεις ταύτισης πιο έντονες από το στιβαρό –και έτσι και αλλιώς διαχρονικά ασφαλές– Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου.

* Ο κ. Κωστής Καρπόζηλος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα