Η επιλογή της Αθήνας να κινηθεί με προσεκτικό τρόπο κατά την επικείμενη οριοθέτηση του θαλάσσιου πάρκου στις Νότιες Κυκλάδες δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι η Aγκυρα θα επιδείξει «αυτοσυγκράτηση» και θα επιλέξει να μην ανεβάσει τους τόνους στις διμερείς σχέσεις. Oπως λέγεται, παρά το γεγονός ότι ο χάρτης που θα παρουσιαστεί –όπως ανακοίνωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης παράλληλα με εκείνον του Ιονίου μέχρι το τέλος του μηνός– έχει αμιγώς περιβαλλοντική διάσταση και αφορά χώρο εθνικής κυριαρχίας, εμπεριέχει παραμέτρους που είναι πολύ πιθανόν να αποτελέσουν πεδίο τουρκικών αντιδράσεων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς, την «ενόχληση» της Αγκυρας μπορεί να προκαλέσουν τα απώτατα όρια του πάρκου που κινούνται ανατολικά της Αμοργού και της Ανάφης. Επίσης, παρότι το πάρκο εκτείνεται επί της ουσίας εντός των εθνικών χωρικών υδάτων, περιλαμβάνει βραχονησίδες τις οποίες η Aγκυρα μπορεί να εντάξει στη γνωστή θεωρία των γκρίζων ζωνών.

Βεβαίως, το ευκταίο για την Αθήνα θα ήταν η τουρκική πλευρά να αποφύγει την εμπρηστική ρητορική ή –ακόμη χειρότερα– κινήσεις στο πεδίο. Ομως, μετά και τη «διαρροή» στο πρακτορείο Ανατολή πως «εξετάζονται “μέτρα κατά πιθανών μονομερών βημάτων” της Ελλάδας», η Αθήνα αξιολογεί εναλλακτικά σενάρια ως προς την πιθανή «γκάμα» των τουρκικών αντιδράσεων:
Το πρώτο προβλέπει η Αγκυρα να κινηθεί σε διπλωματικό επίπεδο, μέσω διαβημάτων ή καταγγελίας της Αθήνας σε διεθνείς οργανισμούς με τον ισχυρισμό ότι η ελληνική πλευρά οριοθετεί σε περιοχές εκτός δικαιοδοσίας της.
Το δεύτερο, να προχωρήσει στη χωροθέτηση δικών της θαλάσσιων πάρκων στο Αιγαίο, μέσω των οποίων, όμως, θα αμφισβητεί εμπράκτως την ελληνική κυριαρχία.
Το τρίτο, να μην αντιδράσει άμεσα, αλλά να παρεμποδίσει σε δεύτερο χρόνο δραστηριότητες στα θαλάσσια πάρκα, όπως έπραξε με τις έρευνες για το καλώδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, λίγο έξω από τα εθνικά χωρικά ύδατα στην Κάσο. Και το τέταρτο, να «παρακάμψει» το ζήτημα των πάρκων, αλλά να επιβαρύνει τις διμερείς σχέσεις με άλλες κινήσεις, όπως για παράδειγμα με την επιστροφή της έντασης στο Αιγαίο ή ανοίγοντας τη «στρόφιγγα» του μεταναστευτικού.
Τα διλήμματα του Τσίπρα
Η νέα παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα μέσω του Ινστιτούτου του, την περασμένη Τρίτη, μπορεί να πυροδότησε πολλές συζητήσεις εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν φώτισε το τοπίο αναφορικά με το ενδεχόμενο ίδρυσης κόμματος από τον πρώην πρωθυπουργό. Θα ήταν εξάλλου αναντίστοιχο με το ίδιο το εγχείρημα, αλλά και την πολιτική εμπειρία του Αλ. Τσίπρα να πραγματοποιούσε τα αποκαλυπτήρια ενός νέου φορέα λίγο πριν από την επερχόμενη θερινή ραστώνη. Πάντως, παρότι ορισμένοι προεξοφλούν πως ο πρώην πρωθυπουργός θα «κινηθεί» το φθινόπωρο, συνομιλητές του αφήνουν να εννοηθεί πως οι τελικές αποφάσεις δεν έχουν ληφθεί: Ο Αλ. Τσίπρας θα επανακάμψει στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά δεν έχει αποφασιστεί εάν θα το πράξει πριν ή μετά τις προσεχείς εκλογές. Η άμεση επιστροφή του έχει το πλεονέκτημα ότι τα κόμματα της Κεντροαριστεράς δεν πραγματοποιούν υψηλές πτήσεις, ενώ από τις δημοσκοπήσεις της περιόδου προκύπτει πως ένας νέος φορέας υπό την ηγεσία του θα μπορούσε να φλερτάρει με διψήφια ποσοστά.
Εάν ο κ. Τσίπρας μεταθέσει το εγχείρημα για μετά τις εθνικές εκλογές, η πολιτική παρουσία του ΠΑΣΟΚ και της Πλεύσης Ελευθερίας πιθανότατα θα έχουν παγιωθεί και ο χώρος για το νέο εγχείρημα ενδεχομένως θα είναι πιο περιορισμένος. Στον αντίποδα, από τις ίδιες δημοσκοπήσεις προκύπτει πως το rebranding που επιδιώκει ο πρώην πρωθυπουργός δεν έχει ολοκληρωθεί: Η πλειονότητα της κοινής γνώμης αντιτίθεται στην επιστροφή του, ενώ η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ –στην οποία εκ των πραγμάτων θα πρέπει να στηριχθεί, ακόμη και εάν, όπως αναμένεται, επιλέξει να «υπερβεί» το κόμμα με το οποίο ταυτίστηκε– είναι πλέον μικρή. Σε κάθε περίπτωση, οι πιθανές πρωτοβουλίες του κ. Τσίπρα βρίσκονται στο μικροσκόπιο και των άλλων κομμάτων. Για το ΠΑΣΟΚ η επιστροφή του πρώην πρωθυπουργού προφανώς δεν θα συνιστά καλή είδηση, αφού ο Νίκος Ανδρουλάκης θα αποκτήσει ένα ισχυρό αντίπαλο στον χώρο Κεντροαριστεράς. Για τη Ν.Δ. η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Ορισμένοι θεωρούν ότι η ταυτόχρονη παρουσία του ΠΑΣΟΚ και του νέου φορέα θα ευνοήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς υπερέχει στο πεδίο της διακυβέρνησης έναντι τόσο του Ν. Ανδρουλάκη όσο και του Αλ. Τσίπρα, ενώ η παράλληλη συμμετοχή τους στην επόμενη εκλογική μάχη θα οδηγήσει σε «διάσπαση» του μπλοκ των ψηφοφόρων που κινούνται από το Κέντρο και προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Επίσης, αναφέρεται πως η παρουσία του κόμματος Τσίπρα στην επόμενη Βουλή ίσως καταστήσει ευκολότερη τη μετεκλογική συνεργασία Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας.
Ζητείται φόρμουλα για τη Μονή του Σινά
Σε δύο διπλωματικά χαρτιά επενδύει η Αθήνα ενόψει της μακράς –και δύσκολης, όσο και με άκρως αβέβαιη έκβαση– διαπραγμάτευσης με το Κάιρο για τη Μονή του Σινά. Το πρώτο είναι η δυνατότητα της ελληνικής πλευράς να διαδραματίζει ρόλο γέφυρας μεταξύ Αιγύπτου και Ε.Ε. σε μια περίοδο κατά την οποία το Κάιρο, λόγω της έκρυθμης κατάστασης στη Μέση Ανατολή, έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ την οικονομική και πολιτική στήριξη των Βρυξελλών. Είναι ενδεικτικό ότι την τρέχουσα περίοδο η κυβέρνηση Σίσι αναμένει από την Ευρωπαϊκή Ενωση κονδύλια ύψους 4 δισ. ευρώ στη χορήγηση των οποίων διαδραμάτισε κομβικό ρόλο η ελληνική διπλωματία.
Το δεύτερο είναι η πλήρης σύμπλευση Αθήνας και Καΐρου έναντι της προσπάθειας της Αγκυρας να ρυμουλκήσει τη Λιβύη στην πλήρη σφαίρα επιρροής της. Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, από την Αθήνα έχει γίνει αντιληπτό ότι μετά την απόφαση των αιγυπτιακών δικαστηρίων η απόδοση ιδιοκτησιακού καθεστώτος στη Μονή του Σινά θα είναι δύσκολο εγχείρημα. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται αρμοδίως, η μονή ουδέποτε τα προηγούμενα 1.500 χρόνια λειτούργησε με καθεστώς κυριότητας. Ως εκ τούτου, πρωτεύον θεωρείται να υπάρξει ρύθμιση που θα διασφαλίζει τη «συνέχεια» της Μονής του Σινά, καθώς ακόμη και τώρα οι μοναχοί υπόκεινται σε καθεστώς βίζας. Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα προετοιμάζεται για μια δύσκολη διπλωματική μάχη, που πιθανότατα θα έχει και «επώδυνες» πολιτικές διαστάσεις, καθώς η όποια συμφωνία επιτευχθεί, δύσκολα θα έχει αντιστοίχιση με τις μαξιμαλιστικές επιδιώξεις τμήματος της Ιεραρχίας και των κομμάτων της αντιπολίτευσης.