Καταστάσεις και πανίσχυρα πρόσωπα που κακοποίησαν ανήλικες γυναίκες, τις οποίες παρείχε το δίδυμο Τζέφρι Έπσταϊν και Γκίσλεϊν Μάξγουελ, θα αποκαλυφθούν στις 19 Δεκεμβρίου. Ωστόσο, εκείνα τα θύματα φαίνεται πως πέσανε ξανά θύματα της… ειδησεογραφίας.
Ομοσπονδιακός δικαστής εξουσιοδότησε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στις ΗΠΑ να αποσφραγίσει πρακτικά ενόρκων (grand jury) και άλλα στοιχεία από την υπόθεση σεξουαλικής διακίνησης της Γκισλέιν Μάξγουελ, συνεργάτιδας του Έπσταϊν.
Βάσει το νέου νόμου Νόμου Διαφάνειας για τους Φακέλους Έπσταϊν (Epstein Files Transparency Act) η δημοσιοποίηση πρέπει να γίνει μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου.
Αυτό όμως που απογοητεύει την επίκουρη καθηγήτρια δημόσιου λόγου και της πολιτικής επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Μπόιζι στις ΗΠΑ, Στέφανι Μάρτιν, είναι ότι ο Τύπος επικεντρώνεται σε απροσδιόριστες ελίτ και στο ποιοι μπορεί να εκτεθούν ή να ντροπιαστούν, αντί στους ανθρώπους των οποίων η οδύνη έκανε την υπόθεση άξια είδησης εξαρχής, δηλαδή τα κορίτσια και τις νεαρές γυναίκες που ο Έπσταϊν κακοποίησε και διακίνησε.
Με λίγα λόγια, δεν βλέπουμε και δεν ακούμε πουθενά ονόματα και πρόσωπα θυμάτων.
«Υπάρχουν σοβαροί λόγοι για τις πολιτικές μη κατονομασίας των θυμάτων» λέει η Μάρτιν σε ανάλυσή της στο The Conversation.
«Οι επιζώντες μπορεί να αντιμετωπίσουν παρενόχληση, επαγγελματικές διακρίσεις ή κίνδυνο από τους κακοποιητές τους αν ταυτοποιηθούν. Για ανηλίκους, υπάρχουν επιπρόσθετες ανησυχίες για το μακροπρόθεσμο ψηφιακό αποτύπωμα. Σε κοινότητες όπου η σεξουαλική βία φέρει έντονο κοινωνικό στίγμα, η ανωνυμία μπορεί να είναι σωτήρια».
Είναι μια πρακτική που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 εξηγεί η ειδικός. Τότε, υπό την πίεση φεμινιστριών ακτιβιστριών, υποστηρικτών των θυμάτων και του ίδιου τους του προσωπικού, πολλοί οργανισμοί υιοθέτησαν πολιτικές κατά της ταυτοποίησης θυμάτων σεξουαλικής επίθεσης, ειδικά χωρίς συναίνεση.
Έτσι, σήμερα οι κώδικες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας σήμερα προτρέπουν τους ρεπόρτερ να «ελαχιστοποιούν τη βλάβη», να είναι προσεκτικοί στη δημοσιοποίηση ονομάτων θυμάτων σεξουαλικών εγκλημάτων και να συνυπολογίζουν τον κίνδυνο επανατραυματισμού και στιγματισμού.
Ενσυναίσθηση με τους ίδιους του Έπσταϊν
Ωστόσο, η επίκουρη καθηγήτρια σημειώνει πως έρευνες για το πώς τα μέσα «πλαισιώνουν» τις ειδήσεις δείχνουν ότι τα μοτίβα ονομασίας έχουν σημασία.
«Όταν η κάλυψη εστιάζει στον φερόμενο δράστη ως σύνθετο άτομο -με όνομα, καριέρα και παρελθόν- ενώ αναφέρεται σε «ένα θύμα» ή «κατήγορους» ως μια γενική κατηγορία, το κοινό είναι πιο πιθανό να νιώσει ενσυναίσθηση για τον ύποπτο και να ελέγξει πιο αυστηρά τη συμπεριφορά του θύματος».
Σε υποθέσεις υψηλού προφίλ όπως του Έπσταϊν, αυτή η δυναμική εντείνεται, υπογραμμίζει.
«Οι ισχυροί άνδρες που συνδέονται μαζί του κατονομάζονται, αναλύονται και γίνονται αντικείμενο εικασιών. Οι επιζώντες, εκτός αν παλέψουν για να βγουν μπροστά, παραμένουν μια θολή μάζα στο παρασκήνιο. Η ανωνυμία που υποτίθεται ότι προστατεύει, στην πράξη ισοπεδώνει την εμπειρία τους. Διαφορετικές ιστορίες αποπλάνησης, εξαναγκασμού και επιβίωσης συμπυκνώνονται σε μία και μόνη απρόσωπη κατηγορία|.
Τι θεωρούμε «είδηση»
Αυτό το «ισοπέδωμα» είναι μέρος του λόγου που η παρούσα συγκυρία στην υπόθεση Έπσταϊν είναι τόσο αποκαλυπτική. Η αγωνία δεν αφορά τόσο το αν θα ακουστούν περισσότερα θύματα, όσο το τι θα σημαίνει η κατονομασία για ισχυρούς άνδρες. Γίνεται μια ιστορία για το ποια ονόματα μετράνε ως είδηση.
Το να ανωνυμοποιούνται σχολαστικά οι επιζώντες ενώ, ταυτόχρονα, να κυνηγιέται με ενθουσιασμό μια λίστα ισχυρών «πελατών» στέλνει ακούσια ένα μήνυμα για το ποιος έχει τη μεγαλύτερη σημασία.
Το σκάνδαλο Έπσταϊν, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν αφορά πρωτίστως το τι έγινε σε κορίτσια και νεαρές γυναίκες επί χρόνια, αλλά το ποιος από την ελίτ μπορεί να ντροπιαστεί, να εμπλακεί ή να εκτεθεί.
Μια πιο επιζωντοκεντρική δημοσιογραφική προσέγγιση θα ξεκινούσε από ένα διαφορετικό σύνολο ερωτημάτων, όπως το ποιοι επιζώντες έχουν επιλέξει να μιλήσουν επωνύμως και γιατί, και πώς τα μέσα μπορούν να προστατεύουν την ανωνυμία όταν ζητείται, ενώ εξακολουθούν να αποδίδουν την ατομικότητα ενός θύματος.
Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι μόνο ηθικά. Είναι και ζήτημα δημοσιογραφικής κρίσης. Ζητούν από συντάκτες και ρεπόρτερ να σταθμίσουν αν το σημαντικότερο μέρος μιας ιστορίας όπως του Έπσταϊν είναι το επόμενο διάσημο όνομα που θα πέσει ή η συνεχιζόμενη ζωή των ανθρώπων των οποίων η κακοποίηση έκανε αυτό το όνομα είδηση εξαρχής.

