Το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 ήταν η κατάληξη μιας πορείας που έφερε τη χώρα σε μια οριακή κατάσταση όπου αμφισβητήθηκαν ο προσανατολισμός της και οι βασικές συναινέσεις της Μεταπολίτευσης.
Ήταν μια βαθιά διχαστική διαδικασία που υπερέβαινε τα ζητήματα της συγκυρίας, τη σχέση μας με την Ευρώπη ή το πλαίσιο «Δεξιάς – Αριστεράς» και εξελίχθηκε πρωτίστως σε μια διαδικασία αυτοτοποθέτησης με βάση, εν πολλοίς, το θυμικό. Σε μια σύγκρουση «λογικών ανησυχιών» από τη μία και ενός ξεσπάσματος «οργής» ή «περηφάνιας» από την άλλη, με αναμενόμενο νικητή την πρώτη πλευρά. Το δημοψήφισμα αποτέλεσε, όμως, και ένα συλλογικό τραύμα. Τόσο για εκείνους που βρέθηκαν στην πλευρά των νικητών του δημοψηφίσματος και στη συνέχεια βίωσαν την οδυνηρή διάψευση όσων υποστήριξαν, όσο και για εκείνους που εκείνο το βράδυ ήταν στη μεριά των ηττημένων, παρά το ότι στην πορεία είδαν να επιβεβαιώνεται η στάση τους.
Είναι δε παράδοξο ότι ο τίτλος «Ανίκητοι ηττημένοι» που επέλεξε ο κ. Βαρουφάκης για το βιβλίο του για τα γεγονότα της περιόδου, φαίνεται να ταιριάζει πολύ περισσότερο στους αντιπάλους του. Τους ηττημένους του δημοψηφίσματος, που όχι μόνο ένιωσαν ηθικά δικαιωμένοι για την τότε στάση τους, αλλά κέρδισαν και τις μελλοντικές πολιτικές μάχες.
Στο πολιτικό πεδίο οι επιπτώσεις του δημοψηφίσματος ήταν καταλυτικές.
Αμέσως μετά τη διεξαγωγή του, η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα άρχισε να επιδεινώνεται ραγδαία, αν και η τάση αυτή δεν πρόλαβε να εκδηλωθεί λόγω της επίσπευσης των εκλογών, τον Σεπτέμβριο του 2015. Η πολιτική διαχείριση, ωστόσο, της περιόδου εκείνης έβλαψε στρατηγικά τον ΣΥΡΙΖΑ και θεμελίωσε τη μελλοντική ήττα του. Ήταν η πιο ραγδαία σπατάλη πολιτικού κεφαλαίου στην εγχώρια πολιτική ιστορία. Μια δραματική πράξη που «οπτικοποίησε» την αποτυχία της στρατηγικής που ακολουθήθηκε και έπληξε καίρια την αξιοπιστία του τότε πρωθυπουργού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι επτά μήνες μετά το Δημοψήφισμα και μόλις τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε το δημοσκοπικό προβάδισμα από τη Νέα Δημοκρατία, χωρίς έκτοτε να το ανακτήσει ούτε για μία μέρα. Και είναι επίσης παράδοξο ότι η στιγμή που θεωρήθηκε ο κολοφώνας της δόξας του Αλέξη Τσίπρα, ήταν ουσιαστικά η αρχή του τέλους της πολιτικής κυριαρχίας του.
Αντίστροφα, το δημοψήφισμα σε βάθος χρόνου ωφέλησε τον μεγάλο ηττημένο της περιόδου εκείνης, τη Ν.Δ. Κατ’ αρχάς, η κρισιμότητα των στιγμών κράτησε το κόμμα ενωμένο και σε εγρήγορση παρά τη βαριά ήττα του τον Ιανουάριο του 2015. Κυρίως όμως την ευνόησαν οι διεργασίες που δημιουργήθηκαν στον χώρο της τότε αντιπολίτευσης. Οι ωσμώσεις μεταξύ κομμάτων, προσώπων και φορέων που συστρατεύθηκαν στην πλευρά του «Ναι» επέτρεψαν στη Ν.Δ. –τον ισχυρότερο πόλο του «στρατοπέδου»– να αναδειχθεί σταδιακά στον βασικό εκφραστή του, κερδίζοντας νέους ψηφοφόρους και στελέχη που σε εκείνο το δραματικό περιβάλλον υπερέβησαν παλαιές διαχωριστικές γραμμές. Η πολιτική αφετηρία του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου» που δυνάμωσε τα χρόνια που ακολούθησαν και εκφράστηκε στις εκλογές του 2019, ήταν η περίοδος του δημοψηφίσματος, όταν η πόλωση που προκλήθηκε έκανε στελέχη και ψηφοφόρους να υπερβούν παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές.
Μια παράμετρος που έχει υποτιμηθεί είναι ότι την περίοδο εκείνη ο χώρος της τότε αντιπολίτευσης απέκτησε για πρώτη ίσως φορά κάποια κινηματικά στοιχεία – σε αντίθεση με την Αριστερά, που είχε μακρά παράδοση σε αυτό. Άνθρωποι κατέβηκαν πρώτη φορά στη ζωή τους σε συγκεντρώσεις, δημιουργήθηκαν πολλές αυτοοργανωμένες ομάδες, ιδίως στα σόσιαλ μίντια. Καλλιτέχνες και διανοούμενοι πήραν θέση, αμφισβητώντας την απόλυτη –έως τότε– κυριαρχία της Αριστεράς στους χώρους αυτούς. Οι πυρήνες αυτοί μάλιστα λίγους μήνες μετά συνέβαλαν στην εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ., γεγονός επίσης σημαντικό στις εξελίξεις που ακολούθησαν.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι το πολιτικό ακροατήριο που τότε συσπειρώθηκε γύρω από το «Ναι», αποτελεί το βασικό εκλογικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται, ακόμα και σήμερα, η Ν.Δ. Όχι το μόνο ασφαλώς, αλλά το κύριο. Τα αιτήματα δε που περιέκλειε το σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη», δηλαδή ο αδιαπραγμάτευτος ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, η πολιτική και οικονομική σταθερότητα, η «κανονικότητα», όπως ονομάστηκε κάποια περίοδο, αποδείχθηκαν ανθεκτικά και αποτελούν ακόμα το πλαίσιο μιας ατζέντας με συμπαγές ακροατήριο. Με την αυτονόητη βέβαια επισήμανση ότι η συσπείρωσή του δεν μπορεί να γίνει πλέον στη βάση όσων διαδραματίστηκαν τότε. Αντιθέτως, οι απαιτήσεις είναι πλέον πολύ μεγαλύτερες.
Δέκα χρόνια μετά, έχουν αλλάξει πολλά. Το πολιτικό τοπίο αναδιατάχθηκε, αρκετοί πρωταγωνιστές αποχώρησαν από το προσκήνιο, προέκυψαν νέες αντιπαραθέσεις και νέες διαιρέσεις, οι προκλήσεις σήμερα είναι άλλες. Η περίοδος εκείνη, μολονότι έχει εγγραφεί έντονα στη συλλογική πολιτική μας μνήμη, παραπέμπει σε μια ρητορική και διλήμματα που μοιάζουν πλέον ξεπερασμένα.
Η παραμονή μας στον πυρήνα της Ευρώπης δεν αμφισβητείται πλέον από κανένα κόμμα εξουσίας και αυτό μοιάζει με μια ευρέως αποδεκτή πολιτική σταθερά στο πολιτικό μας τοπίο. Οι όποιες αντισυστημικές, αντιευρωπαϊκές εξάρσεις δεν έχουν στέρεη και συγκροτημένη πολιτική έκφραση και με την εξαίρεση ορισμένων πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο κάποιο κόμμα με κυβερνητικές φιλοδοξίες να θέσει πλέον ζήτημα προσανατολισμού της χώρας.
Ένα βασικό πολιτικό παράγωγο όσων προηγήθηκαν και επακολούθησαν της διχαστικής και τραυματικής εκείνης περιπέτειας είναι ακριβώς αυτή η παραδοχή: Μείναμε Ευρώπη.
*Ο Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.