«Αναδρομικός θρίαμβος των μεγάλων ηττημένων», αυτή νομίζω είναι η φράση που περιγράφει το τι πολιτικά συνέβη –και συμβαίνει– στη χώρα μετά τον τόσο σημαντικό Ιούλιο του 2015. Ήττα της «μεγάλης αυταπάτης» θα έλεγαν άλλοι, «προδοσία του Τσίπρα» κάποιοι άλλοι, «κωλοτούμπα» όλοι.
Είναι βέβαιο ότι το «Ναι» και το «Όχι» δεν ανήκουν στο παρελθόν. Η σύγκρουσή τους, αποδυναμωμένη πλέον από τον χρόνο, χωρίς τη βίαιη πολωτική ορμή της 5ης Ιουλίου 2015, ξεπερασμένη από την ισχύ μεταγενέστερων γεγονότων, είναι ωστόσο ακόμη εδώ. Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Το «Ναι» και το «Όχι» έχουν επηρεάσει και την Ευρώπη της Ε.Ε.
Το «ΟΧΙ» ήταν εθνολαϊκιστικό;
Την 5η Ιουλίου 2015, ένα μεγάλο εκλογικό κύμα, νεανικό, λαϊκό, αλλά σε μεγάλο βαθμό διαταξικό –αν δεν ήταν διαταξικό, δεν θα άγγιζε το 61,31%–, αγνόησε τις κλειστές τράπεζες, τον έλεγχο κεφαλαίων, τον φόβο «κουρέματος» καταθέσεων και τις απειλές εξόδου από το ευρώ. Το 61,3% ήταν επιβλητικό και εκφοβιστικό για όσους είδαν σε αυτό τον θρίαμβο του εθνολαϊκισμού. Ήταν όμως έτσι;
Σε έρευνα σχεδιασμένη από ερευνητές του εξωτερικού (https://blogs.lse.ac.uk/europpblog/2015/07/20/why-greeks-voted-the-way-they-did-) μία μέρα πριν από το δημοψήφισμα, πάνω από το 60% των ψηφοφόρων του «Όχι» ήθελαν παραμονή σε ΕΕ/Ευρωζώνη, ενώ πάνω από το 90% πίστευαν ότι, σε περίπτωση νίκης του «Όχι», «οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν». Ελάχιστοι, κάτω από 5%, προέβλεπαν Grexit. Αντίθετα, το 60% των ψηφοφόρων του «Ναι» πίστευε ότι το «Όχι» θα οδηγούσε σε έξοδο από το ευρώ.
Στην πράξη, η συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία των εκλογέων του «Όχι» υιοθέτησε το αφήγημα του Αλέξη Τσίπρα, ότι δηλαδή το «Όχι» δεν συνεπάγεται έξοδο από το ευρώ, αλλά καλύτερη διαπραγμάτευση. Αντίστοιχα, η συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία των εκλογέων του «Ναι» υιοθέτησε το αφήγημα της κίνησης «Ναι στην Ευρώπη», σύμφωνα με το οποίο η επικράτηση του «Όχι» συνεπαγόταν έξοδο από το ευρώ. Συνεπώς, η κοινωνική δύναμη που υπήρξε πίσω από το εντυπωσιακό 61,3% μπορεί σήμερα να ερμηνεύεται –όπως και τότε– ως «μεγάλη αυταπάτη» και «εθνολαϊκισμός», αλλά ήταν κάτι πολύ περισσότερο, πιο ενδιαφέρον και πραγματιστικό από αυτό. Φυσικά, οι εθνολαϊκιστές της χώρας ψήφισαν «Όχι». Όπως ψήφισαν «Ναι» οι οπαδοί δύο κομμάτων που είχαν χρεοκοπήσει την Ελλάδα. Δεν απαξιώνει κανείς το «Όχι» και το «Ναι» γι’ αυτούς τους λόγους.
Τα τραύματα δεν είναι αιώνια
Το «Όχι» μετατράπηκε, μετά την απόρριψη από τον Αλέξη Τσίπρα της επιλογής «μεγάλης ρήξης» με τους δανειστές, σε παράγοντα αδυναμίας και διαίρεσης των μεγάλων νικητών του Ιουλίου 2015. Η Συμφωνία θεωρήθηκε κακή. Έτσι, μπορεί ο Τσίπρας να ενίσχυσε, μέσω του δημοψηφίσματος, τη θέση του στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό (αυτός μάλλον ήταν ο κύριος λόγος του δημοψηφίσματος), όμως το στρατόπεδο του «Όχι» υπέστη καθοριστική πολιτική και ηθική ήττα. Η μεγάλη πλειοψηφία των οπαδών του «Όχι», αποκαρδιωμένη από τις αθετημένες υποσχέσεις, οδηγήθηκε σε αυτό που θα ονόμαζα «πραγματισμό προσαρμογής» (εσωτερίκευση των ευρωπαϊκών καταναγκασμών ως μεγάλης και κατά πολύ υπέρτερης δύναμης). Η αύξηση του πολιτικού κυνισμού ήταν μια δεύτερη κεντρική συνέπεια της συμφωνίας με τους δανειστές. Οι απογοητευμένοι εκλογείς του «Όχι» υιοθέτησαν τον κυνισμό περισσότερο από τους εκλογείς του «Ναι» (Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος και Κώστας Γούσης, Εισήγηση σε Συνέδριο, 20-21 Δεκ. 2023, Πάντειο Πανεπιστήμιο).
Αυτόν τον πραγματισμό προσαρμογής και τον κυνισμό των οπαδών του «Όχι» η ομάδα Τσίπρα δεν τους κατανόησε πραγματικά ούτε την περίοδο της αριστερής διακυβέρνησης (παρά κάποιες σημαντικές επιτυχίες της κυβέρνησης) ούτε την περίοδο της αντιπολίτευσης (2019-2023). Έτσι, κατανάλωσε πολλή ενέργεια σε τακτικισμούς, σε αριστερά λεκτικά πυροτεχνήματα και σε πολωτικό αντιδεξιό λόγο, ενώ το απογοητευμένο εκλογικό σώμα του «Όχι» είχε γίνει εξαιρετικά δύσπιστο προς τέτοιες επιλογές και αναζητούσε κάτι πολύ «μεγαλύτερο». Εάν, συνεπώς, η εικόνα αναξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως εδραία βάση τη «μεγάλη στροφή» του Ιουλίου και του Αυγούστου 2015, οι μεταγενέστερες επιλογές αλλά και το πολιτικό και πολιτισμικό στιλ του επιτελείου συνέβαλαν στην επιβεβαίωση –όχι στην ανατροπή– της εικόνας αυτής.

Τα τραύματα δεν είναι αιώνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τέσσερα ολόκληρα χρόνια στην αντιπολίτευση για να ανανεωθεί, να επουλώσει τις πληγές και, βέβαια, να παραγάγει ένα νέο αφήγημα και πρόγραμμα μετά την κατάρρευση του αριστερού αφηγήματος το 2015. Ούτε όμως η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι εσωτερικές αντιπολιτεύσεις κινήθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση. Στην ουσία, λόγω έλλειψης διορατικότητας, παρέβλεψαν τα basics της εκλογικής κοινωνιολογίας: ο ωφελημένος μιας μεγάλης εκλογικής ρήξης (όπως αυτή του 2012 και του 2015) δεν εδραιώνει τη θέση του χωρίς την παραγωγή νέων ιδεών, νέων προτάσεων πολιτικής και νέου σχεδίου για τη χώρα.
Από τον φόβο στον θρίαμβο
Το «Μένουμε Ευρώπη» και το «Ελλάδα-Ευρώπη-Δημοκρατία» σημάδεψαν την κινητοποίηση των οπαδών του «Ναι». Το «Ναι», σε αντίθεση με το «Όχι», δεν διέθετε ελκτική κεντρική ηγεσία. Διέθετε εντούτοις τη μονομερή στήριξη των, απαξιωμένων όμως, ΜΜΕ της εποχής. Η κινητοποίηση του «Ναι» ήταν πιο συλλογική, πιο αποκεντρωμένη, περισσότερο «από τα κάτω», αλλά εξίσου αποφασιστική με αυτήν των αντιπάλων. Η κινητοποίηση βέβαια ήταν αμυντική, δεν διέθετε πρόταση για την επόμενη ημέρα, ήταν όμως σχεδόν «υπαρξιακή»: το «Όχι», εάν επικρατούσε, ισοδυναμούσε, για τους οπαδούς του «Ναι», με έξοδο από το ευρώ και με το τέλος των κατακτήσεων πολλών γενεών. Σε αυτό το πλαίσιο, το συναίσθημα που κυριάρχησε μεταξύ των οπαδών του «Ναι» την περίοδο πριν από το δημοψήφισμα ήταν ο φόβος. Μετά δε την άνετη νίκη του «Όχι» κυριάρχησε όχι απλώς ο φόβος, αλλά το σοκ (μη δημοσιευμένη έρευνα των Κοντογιάννη-Μάνδρου και Γούση). Αντλώντας από μεταγενέστερες ατομικές συνεντεύξεις, ενδεικτική και αντιπροσωπευτική είναι η παρακάτω αναφορά: «Το βράδυ του δημοψηφίσματος ήμουν δικαστικός αντιπρόσωπος. Θυμάμαι ότι παρέδωσα τον σάκο στο Πρωτοδικείο και γύρισα σπίτι μου πιστεύοντας ότι είχε έρθει η ώρα να φύγω από τη χώρα». Το ότι η χώρα αυτή δεν είναι πλέον «δική μας» ήταν, μαζί με τον φόβο, κρίσιμες όψεις του τραύματος της άλλης μεριάς (Κοντογιάννης-Μάνδρος και Γούσης, Εισήγηση σε Συνέδριο, 20-21 Δεκ. 2023, Πάντειο Πανεπιστήμιο). Γι’ αυτό η στροφή του Αλέξη Τσίπρα και η συμφωνία με τους θεσμούς αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη ανακούφιση. Ήταν κάτι σαν λύτρωση.
Η σημαντικότερη πολιτική κληρονομιά του «Ναι» ήταν διπλή. Αφενός, η ψυχολογική, πολιτισμική και πολιτική εμβάθυνση και διεύρυνση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος. Αφετέρου, η πλήρης «απελευθέρωση» των ενδιάμεσων ελίτ από το αντιδεξιό σύνδρομο. Η μάχη του «Ναι» και του «Όχι» και, βέβαια, η άνοδος στην ηγεσία της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη (στην οποία περήφανα συνέβαλαν πολλοί οπαδοί του «Ναι») έφεραν στη δεξιά παράταξη ένα ευρύτερο, μη στενά και κλασικά δεξιό, τμήμα των πνευματικών, διαχειριστικών και τεχνικών ελίτ. Το τμήμα αυτό είναι αναμφίβολα φιλοευρωπαϊκό, εκσυγχρονιστικό (ή θεωρεί ότι είναι) και σε μεγάλο βαθμό οικονομικά νεοφιλελεύθερο. Ήταν όμως προπάντων αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, η κυριαρχία της ΝΔ από το 2019 μέχρι σήμερα εκπροσωπεί τη μεγάλη αναδρομική νίκη του βαριά ηττημένου «Ναι». Η άλλη όμως, και πιο μεγάλη, αναδρομική νίκη βρίσκεται στην εδραίωση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, η οποία έχει πάψει να θεωρείται, με την εξαίρεση των εκλογικών σωμάτων δύο μικρότερων κομμάτων (του ΜέΡΑ25 και της Ελληνικής Λύσης), διαπραγματεύσιμη.
«Τρομακτική συμφωνία»
Σε ανοιχτή επιστολή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γράμμα στους φίλους μου Γερμανούς», ο Ντομινίκ Στρος Καν, πρώην διευθυντής του ΔΝΤ, στις 18 Ιουλίου 2015 έγραφε: «Η μακρά νύχτα διαπραγματεύσεων, μετά την οποία ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αποδέχθηκε ένα σχέδιο διάσωσης με αντάλλαγμα δρακόντεια μέτρα, υπαγορεύθηκε από την ιδεολογία και όχι από το ευρωπαϊκό συμφέρον […]. Οι συνθήκες αυτής της συμφωνίας […] είναι καθαρά τρομακτικές για όποιον πιστεύει στο μέλλον της Ευρώπης». Ο δε Γιούργκεν Χάμπερμας, σε συνέντευξή του δύο ημέρες πριν (The Guardian), μιλούσε για «ντροπιαστικό αποτέλεσμα», για «πράξη τιμωρίας απέναντι σε μια αριστερή κυβέρνηση» και για «ντε φάκτο υποβιβασμό ενός κράτους-μέλους σε καθεστώς προτεκτοράτου».
Η μάχη του «Ναι» έφερε στη δεξιά παράταξη ένα ευρύτερο, όχι στενά δεξιό, τμήμα των πνευματικών, διαχειριστικών και τεχνικών ελίτ.
Τα προηγούμενα δεν έγιναν δυστυχώς αντικείμενο ιδιαίτερων συζητήσεων μεταξύ των (συχνά στρατευμένων) Ελλήνων ειδικών των ευρωπαϊκών σπουδών. Ούτε έγινε αντικείμενο συζήτησης ο βίαιος τρόπος διαχείρισης της ελληνικής υπόθεσης, που έδειξε, σε αντίθεση με την κλασική ανάλυση του Arend Lijphart, ότι τα συναινετικά συστήματα δεν είναι πάντοτε «ευγενικές και ήπιες» μορφές διακυβέρνησης.
Το «Όχι» αντιπροσώπευσε την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, για λιγότερη λιτότητα και περισσότερο εθνικό σεβασμό. Θα προσέθετα ότι αντιπροσώπευσε και το αίτημα για μια «άλλη Ευρώπη». Το «Ναι» εξέφρασε την αγωνία για σταθερότητα και παραμονή στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν οφειλόταν μόνο στη μεγάλη στροφή του Ιουλίου 2015, αλλά σε εσφαλμένες μεταγενέστερες επιλογές, οδήγησε στην κατά κύματα πλήρη αποσύνθεση του στρατοπέδου του «Όχι». Και άφησε μια πολύ πικρή γεύση στη μεγάλη λαϊκή συσπείρωση που είχε μετατρέψει το «Όχι» σε μεγάλο ελληνικό και διεθνές γεγονός. Σε ευρωπαϊκό δε επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε ως αρνητικό παράδειγμα για το σύνολο της ευρωπαϊκής Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ενώ η ενδεχόμενη επιτυχία του θα είχε αντιθέτως αποτελέσει ισχυρό θετικό πρότυπο – κάτι που οι ευρωπαϊκές ηγεσίες φρόντισαν κυνικά να αποτρέψουν. Το «Όχι» συνεπώς ηττήθηκε διπλά, και σε ελληνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και το «Ναι», ο μεγάλος ηττημένος του δημοψηφίσματος, νίκησε διπλά, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
*Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.