Για πολλά χρόνια, η Σουηδία θεωρούνταν έδειχνε τον δρόμο στον σεβασμό στην ισότητα των φύλων και υπερηφανευόταν για το ισχυρό νομικό της οπλοστάσιο που προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης. Ωστόσο, τα στατιστικά στοιχεία και οι παραιτήσεις γυναικών από τη πολιτική έρχονται να χαλάσουν αυτή την παράδοση.
Μετά τον Οκτώβριο, η ασφάλεια των γυναικών στην πολιτική έχει βρεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης στη χώρα, όταν η Άννα-Κάριν Χατ παραιτήθηκε από την ηγεσία του Κεντρώου Κόμματος έπειτα από μόλις πέντε μήνες, επικαλούμενη μίσος και απειλές.
«Το να νιώθεις συνεχώς ότι πρέπει να κοιτάς πίσω από τον ώμο σου και να μην αισθάνεσαι απόλυτα ασφαλής, ούτε καν στο σπίτι… Με επηρεάζει πολύ πιο βαθιά απ’ όσο πίστευα», είχε δηλώσει τότε.
Όπως δείχνει ρεπορτάζ της Guardian, δημόσια πρόσωπα και ερευνητές στη Σουηδία λένε ότι η πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα -όπως και αλλού- έχει γίνει πιο εχθρική και πολωμένη τα τελευταία χρόνια. Υποστηρίζουν ότι αυτό οδηγεί σε λογοκρισία στη δημόσια συζήτηση και επηρεάζει τη νομοθεσία
«Για εμάς που εργαζόμαστε στην πολιτική της ισότητας των φύλων, η κατάσταση κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση όσον αφορά τους στόχους της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου για την ισότητα – ότι οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν την ίδια εξουσία και επιρροή με τους άνδρες στην κοινωνία και στη δική τους ζωή» λέει η Λίνε Σελ, επικεφαλής μονάδας στο τμήμα ανάλυσης και παρακολούθησης της Σουηδικής Υπηρεσίας Ισότητας των Φύλων.
Το κλίμα «τρομάζει πολλές ομάδες» και ωθεί πολλές γυναίκες να «το σκέφτονται δύο φορές» πριν εμπλακούν στην πολιτική, λέει.
Έρευνα: Πιο ευάλωτες οι γυναίκες
Πράγματι έρευνα του 2025 που διεξήχθη από το Σουηδικό Εθνικό Συμβούλιο Πρόληψης Εγκληματικότητας, έδειξε ότι το 26,3% των γυναικών αιρετών εκπροσώπων δήλωσαν ότι πέρσι δέχθηκαν απειλές και παρενόχληση λόγω της θέσης τους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες ήταν 23,6%, κάτι που δείχνει ότι δεν είναι μόνο φαινόμενο που απειλεί τις γυναίκες.
Όσον αφορά το αίσθημα ευαλωτότητας, το χάσμα μεταξύ των φύλων ήταν σημαντικά μεγαλύτερο: 32,7% των γυναικών ανέφεραν τέτοια συναισθήματα σε σύγκριση με 24% των ανδρών.
Το συνολικό ποσοστό ατόμων με ξένο υπόβαθρο, ανεξαρτήτως φύλου, που δήλωσαν ότι αισθάνονται ευάλωτα ήταν επίσης υψηλότερο, στο 31,5%, έναντι 24,1% όσων έχουν σουηδικό υπόβαθρο.
Οι πιο συχνές συνέπειες που ανέφεραν οι συμμετέχοντες ήταν ο περιορισμός της δραστηριότητάς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και η αποφυγή εμπλοκής ή δημόσιας τοποθέτησης σε ορισμένα ζητήματα.
Η Σελ δήλωσε ότι το θέμα της σιωπής και της μη συμμετοχής των γυναικών απαιτεί «ξεκάθαρη πολιτική προσοχή από όλους όσοι θέλουν να ζουν σε μια δημοκρατία».
Οι γυναίκες δεν μιλούν
Όπως ανέφερε στη Guardian η ειδική σε ζητήματα φύλου στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, Σάντρα Χόκανσον, πολλοί πολιτικοί -ιδίως γυναίκες- αποφεύγουν να κάνουν δηλώσεις για ζητήματα υψηλού κινδύνου, κάτι που επιδρά αρνητικά στον δημόσιο διάλογο και τη νομοθεσία. Ανέφερε ιδιαίτερα τη μεταναστευτική πολιτική, όπου πολιτικές της άκρας δεξιάς έχουν πλέον περάσει στο κυρίαρχο ρεύμα.
«Πρόκειται για έναν τομέα πολιτικής που πολλοί Σουηδοί θεωρούν πολύ σημαντικό», είπε. «Οι απόψεις γυναικών και ανδρών τείνουν να διαφέρουν ελαφρώς. Οι γυναίκες είναι πιο θετικές στην υποδοχή προσφύγων, ενώ οι άνδρες πιο επικριτικοί. Αλλά οι γυναίκες είναι πιο σιωπηλές σε αυτή τη συζήτηση. Είναι πιθανό αυτό να είναι ένας από τους λόγους που δεν βλέπουμε μεγαλύτερη απόκλιση απόψεων».
Η Χόκανσον πρόσθεσε ότι η συζήτηση αποτελεί σημαντικό μέρος της διαμόρφωσης πολιτικής, κάτι που περιορίζεται όταν οι γυναίκες φοβούνται να μιλήσουν. «Η βία θέτει τα όρια των δημόσιων συζητήσεων», είπε.
Περιγράφοντας το μίσος και τις απειλές ως «επαγγελματικό κίνδυνο» για τις γυναίκες πολιτικούς, είπε ότι η παραίτηση της Χατ «εγείρει πολλές ανησυχίες».
Επιθέσεις
Πολλές συμμορίες χρησιμοποιούν τα προσωπικά δεδομένα για να πραγματοποιήσουν φονικές επιθέσεις σε σπίτια, εκμεταλλευόμενοι το ευνοϊκό νομικό περιβάλλον της Σουηδίας περί διαφάνειας που επιτρέπει τη δημοσιοποίηση διευθύνσεων και προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο.
Συμμορίες έχουν χρησιμοποιήσει αυτά τα δεδομένα σύμφωνα με τη Χόκανσον, έχει ενισχύσει το αίσθημα ευαλωτότητας των πολιτικών.
Η Αμινέ Κάκαμπεχ, πρώην βουλευτής κουρδικής καταγωγής από το Ιράν που στο παρελθόν είχε τεθεί υπό αστυνομική προστασία λόγω απειλών κατά της ζωής της, είπε στη βρετανική εφημερίδα ότι η αυξανόμενη επιρροή των κοινωνικών δικτύων και το «πιο σκληρό και εχθρικό» πολιτικό κλίμα στη Σουηδία βρίσκονται στο επίκεντρο του προβλήματος.
«Μέσα στις δομές εξουσίας υπάρχουν, για παράδειγμα, κόμματα όπως οι [ακροδεξιοί] Σουηδοί Δημοκράτες, οι οποίοι ως έναν βαθμό προωθούν παραδοσιακές αξίες ριζωμένες σε τμήματα μιας ιστορικά ανδροκρατούμενης κουλτούρας. Εκπροσωπούνται επίσης σε μεγάλο βαθμό από άνδρες», είπε.
Πρόσθεσε ότι, παρότι δεν στοχοποιούνται όλες οι γυναίκες πολιτικοί, «κάθε γυναίκα που απειλείται αντιπροσωπεύει ένα δημοκρατικό έλλειμμα και ένα εμπόδιο στην ισότητα των φύλων που η Σουηδία έχει κατακτήσει μέσα από πολλά χρόνια αγώνα».
Η Κάκαμπεχ είπε ότι, ως γυναίκα με ξένο υπόβαθρο, αντιμετωπίζει επιθέσεις σε πολλαπλά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων ρατσιστικών επιθέσεων, απειλών από ισλαμιστές και απειλών από ξένους κρατικούς δρώντες. «Ζω με αυτή την πραγματικότητα σήμερα», είπε. «Αλλά το σημαντικότερο είναι να μην επιτρέψουμε να μας φιμώσουν».

