Η στρατηγική των κυρώσεων –πέραν της εμμονής στην εγκατάλειψη του πυρηνικού προγράμματος- που υιοθέτησαν οι ΗΠΑ έναντι του Ιράν, επιδίωκε να μετατρέψει την εξωτερική οικονομική πίεση σε εσωτερική πολιτική αναταραχή. Αντίθετα, εάν Τεχεράνη και Ουάσιγκτον δώσουν τα χέρια, ανοίγονται τεράστιες ευκαιρίες για την οικονομία και την ασφάλεια.
Στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις έχουν φτωχοποιήσει τους απλούς Ιρανούς χωρίς να αλλάξουν σημαντικά τους υπολογισμούς του καθεστώτος.
Αντί για υποταγή, το Ιράν έχει προχωρήσει στην ανάπτυξη πυρηνικών δυνατοτήτων και έχει δημιουργήσει ένα εξελιγμένο δίκτυο αποφυγής κυρώσεων, ενώ διατηρεί μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4% από το 2020.
Για να αλλάξει όμως αυτό το κλίμα, ο ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μπράνταϊς στις ΗΠΑ, Χαντί Καχαζαλντέχ, προτείνει οι ΗΠΑ να προσφέρουν στοχευμένα οικονομικά κίνητρα στις ιρανικές ελίτ και τους πολίτες, προκειμένου να εντείνουν τις πιέσεις προς τους σκληροπυρηνικούς για συμμόρφωση.
Σε ανάλυσή του στο Ινστιτούτο Quincy, ο Καζαλντέχ υποστηρίζει πως ένα πρακτικό βήμα περιλαμβάνει την έναρξη οικονομικού διαλόγου παράλληλα με τις τεχνικές πυρηνικές συζητήσεις, για να εξεταστούν επιλογές για επιλεκτικό άνοιγμα της σημαντικής καταναλωτικής αγοράς του Ιράν σε αμερικανικές επιχειρήσεις.
Ακόμη και χωρίς πλήρη κατάργηση βασικών κυρώσεων, ο Καχαζαλντέχ λέει ότι ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να χορηγήσει επιλεκτική άδεια για εξαγωγές αξίας έως 25 δισεκ. δολ. ετησίως και να επιτρέψει σε θυγατρικές αμερικανικών εταιρειών να συμμετέχουν σε επενδυτικές ευκαιρίες αξίας έως 4 τρισεκ. δολαρίων στο Ιράν μέχρι το 2040.
«Η χορήγηση άδειας για εξαγωγές αξίας έως 25 δισεκ. Δολ. ετησίως, ιδιαίτερα στους τομείς της αεροπορίας, της γεωργίας και των αυτοκινήτων, θα μπορούσε να δημιουργήσει και να διατηρήσει πάνω από 200.000 θέσεις εργασίας ετησίως στις ΗΠΑ» υπογραμμίζει.
Πέρα από αυτό το ποσό, το Ιράν χρειάζεται άμεσα να εισάγει περίπου 180 δισεκ. δολ. σε εξοπλισμό και μηχανήματα για να ανακαινίσει το 30% της παρωχημένης βιομηχανικής του βάσης, 50 έως 60 δισεκ. δολ. για να επεκτείνει και να αναβαθμίσει τα συστήματα ηλεκτρικής μετάδοσης και διανομής του και άλλα 60 δισεκ. δολ. για να εκσυγχρονίσει και να επεκτείνει το σιδηροδρομικό του δίκτυο. Εάν επιτραπούν, αυτές οι εισαγωγές θα μπορούσαν να προέλθουν κυρίως από την αμερικανική αγορά.
Επιπλέον 1 τρισ. στο ιρανικό ΑΕΠ
Η διευκόλυνση αυτών των ανταλλαγών παρέχει βιώσιμα κίνητρα και για τις δύο πλευρές, επισημαίνει ο Καχαζαλντέχ. Η επαναφορά των συμφωνιών με την Boeing θα μπορούσε να αναζωογονήσει τα κέντρα παραγωγής στην Ουάσινγκτον και τη Νότια Καρολίνα. Παρομοίως, οι Αμερικανοί αγρότες, ιδιαίτερα στη Μεσοδυτική, θα ωφεληθούν άμεσα από την αύξηση των γεωργικών εξαγωγών στο Ιράν, όπου δισεκατομμύρια δολάρια σε βασικά προϊόντα όπως σόγια και καλαμπόκι εισάγονται σταθερά.
Πέρα από τα άμεσα εμπορικά οφέλη, η Ουάσινγκτον μπορεί να εκρίνει ένα πενταετές παράθυρο για τη λειτουργία θυγατρικών αμερικανικών εταιρειών στους καθορισμένους τομείς του Ιράν. Με την μεγαλύτερη αναξιοποίητη αγορά στη Μέση Ανατολή, χωρίς κυρώσεις, το Ιράν θα μπορούσε να προσθέσει 600 δισεκ. έως 1 τρισεκ. δολ. στο ΑΕΠ του μέχρι το 2040.
Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι απαιτούνται 2,3 έως 4 τρισεκ. δολάρια σε κεφάλαια μέχρι το 2040. Επιτρέποντας έμμεσες αμερικανικές επενδύσεις, χωρίς την κατάργηση των βασικών νόμων περί κυρώσεων, παρέχει μια πρακτική, πολιτικά εφικτή πορεία για την ένταξη της ιρανικής οικονομίας σε ένα ευρύτερο περιφερειακό οικονομικό δίκτυο.
Καθώς η περίοδος αποπληρωμής για τα περισσότερα ιρανικά έργα με υψηλό ποσοστό απόδοσης είναι μικρότερη από πέντε χρόνια, εάν η συμμόρφωση διαρκέσει, μπορεί να επεκταθεί ή να οδηγήσει σε μόνιμη άρση των κυρώσεων. Παρέχει στις αμερικανικές επιχειρήσεις μια σταθερή παρουσία ενώ διατηρεί την επιρροή.
Μηχανισμός snap-forward
Ένας δυναμικός μηχανισμός «επιτάχυνσης» (snap-forward) θα μπορούσε επίσης να εισαχθεί, επιτρέποντας στο άνοιγμα της ιρανικής οικονομίας να επιταχύνεται όσο η Τεχεράνη επιδεικνύει διαρκή συμμόρφωση και συνεργασία. Αυτή η προσέγγιση, βασισμένη σε κίνητρα, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις αντιδραστικές και τιμωρητικές κυρώσεις «επανενεργοποίησης» (snap-back) προηγούμενων συμφωνιών, δημιουργώντας έναν θετικό και αμοιβαία ενισχυόμενο κύκλο συμμόρφωσης και ανταμοιβής.
«Πλέον, η Ουάσιγκτον βρίσκεται μπροστά σε μια επιλογή: να διπλασιάσει μια στρατηγική βασισμένη στις κυρώσεις, με αποδεδειγμένο ιστορικό αποτυχιών, ή να υιοθετήσει μια εξυπνότερη, πολιτική βασισμένη σε κίνητρα, που φέρνει πυρηνική ασφάλεια, περιφερειακή σταθερότητα και οικονομικά οφέλη για τους Αμερικανούς εργαζόμενους» καταλήγει ο Καχαζαλντέχ.