Τι μας έμαθε η ελληνική κρίση

Κοινοποίηση

Πριν από δέκα χρόνια, τρεις εβδομάδες μεταξύ 25 Ιουνίου και 12 Ιουλίου 2015 συγκλόνισαν την Ευρωζώνη και είναι αναμφισβήτητα από τις πιο σημαντικές της 25ετούς ιστορίας της. Η Ευρωζώνη είχε ήδη περάσει περίοδο κρίσης το 2011-12, όταν αρκετές χώρες (σε εκείνο το στάδιο, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία μαζί με την Ελλάδα) είχαν ουσιαστικά χάσει την πρόσβαση στις αγορές. Αυτό το σοκ είχε οδηγήσει σε σημαντικές θεσμικές καινοτομίες στη Ζώνη του Ευρώ (κυρίως στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ή ESM, και σε μια ενιαία τραπεζική εποπτική αρχή). Επομένως, το 2015 ήρθε ως σοκ, δεδομένων των πολιτικών, οικονομικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων που είχαν τεθεί σε εφαρμογή.

Τι μας έμαθε η ελληνική κρίση-1Τα ιδιόμορφα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015 ξεκίνησαν με την αιφνιδιαστική διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το υπό συζήτηση πρόγραμμα διάσωσης, με την κυβέρνηση να ζητάει την απόρριψη των προτάσεων της τρόικας, και ολοκληρώθηκαν με έναν πολιτικά πολύ δύσκολο συμβιβασμό μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών, ο οποίος απέτρεψε την έξοδο της Ελλάδας από τη Ζώνη του Ευρώ, όπως προτάθηκε σε υπόμνημα που υπέβαλε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Δεν είναι πρόθεσή μας με αυτό το άρθρο να εξετάσουμε λεπτομερώς την εξέλιξη των γεγονότων σε αυτές τις τρεις εβδομάδες. Αυτό έχει γίνει με αρκετή ακρίβεια σε άλλες αναφορές. Ο στόχος μας είναι να αντλήσουμε κάποια διδάγματα για τα σημερινά ευρωπαϊκά ζητήματα από αυτή την αποφασιστική στιγμή, για την εγγύηση της ακεραιότητας της Ζώνης του Ευρώ.

Η προέλευση των σοκ

Το διάστημα 2010-12, τα προγράμματα διάσωσης των χωρών που βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους ήταν όλα πολιτικά εξαιρετικά αμφιλεγόμενα. Ενας ψευδής συνασπισμός οφειλετών και πιστωτών συνέβαλε στην καθυστέρηση της ημέρας της κρίσης: οι χώρες που βρίσκονταν υπό πίεση καθυστέρησαν την απόφαση να υποβάλουν αίτηση για βοήθεια, δεδομένων των αναμενόμενων αυστηρών όρων και της αντιληπτής απώλειας κυριαρχίας επί των οικονομικών πολιτικών τους. Οι χώρες-πιστώτριες προτίμησαν να παρέμβουν την τελευταία στιγμή, όταν η αιτούσα χώρα ατένιζε την άβυσσο, επειδή ήταν ευκολότερο σε αυτό το στάδιο να πείσουν τα εθνικά κοινοβούλια να χορηγήσουν την υποστήριξη.

Πιο συγκεκριμένα, η αντίδραση της Ζώνης του Ευρώ ήταν αργή, κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, η Συνθήκη του Μάαστριχτ προέβλεπε ότι οι χώρες της Ζώνης του Ευρώ που αντιμετώπιζαν δυσκολίες δεν μπορούσαν να διασωθούν, κυρίως για να αποφευχθεί η συμμετοχή χωρών σε δημοσιονομικά μη βιώσιμες πολιτικές, ενώ παράλληλα βασίζονταν στο να λάβουν βοήθεια στο τέλος. Ετσι, το 2010 δεν αντιμετωπίσαμε μόνο τη γνωστική άρνηση ότι η κατάσταση ήταν ζοφερή και επικίνδυνη, αλλά και την πολιτική αντίσταση στο να ενεργήσουμε με αλληλεγγύη.

Δεύτερον, δεν είχαμε επίσης τα μέσα για να αντιμετωπίσουμε τις αυξανόμενες δυσκολίες που αντιμετώπισε η Ελλάδα (και άλλες χώρες αργότερα) στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού με αποδεκτά επιτόκια. Χρειάστηκαν χρόνος και τεράστιες προσπάθειες για να αλλάξουμε τη θεσμική και πρακτική δομή της Ευρωζώνης με τρόπο που να μας επιτρέπει να επιλύσουμε την κρίση της. Η πεποίθηση στη δεκαετία του 1990 ότι μια άκρως ολοκληρωμένη νομισματική ένωση δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια κρίση κεφαλαιακής ισορροπίας μεμονωμένων κρατών-μελών είχε αποκλείσει τη δημιουργία εσωτερικών δικτύων ασφαλείας.

Η υιοθέτηση του προγράμματος επηρεάστηκε και από την απουσία ανάληψης ευθύνης από το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Αυτό έγινε εμφανές με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ήταν ήδη χαρακτηριστικό και
των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Αρχικά, η θεσμική δομή της ΟΝΕ είχε τέσσερα σημαντικά κενά: (1) Ο συντονισμός των μακροοικονομικών πολιτικών ήταν πολύ στενός και ασύμμετρος, δεν διέθετε διαδικασίες επιβολής και επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε δημοσιονομικά ζητήματα, με τα εθνικά στατιστικά στοιχεία να παραμένουν ένα μαύρο κουτί· (2) η εποπτεία και η εξυγίανση των τραπεζών, καθώς και η ασφάλιση των καταθέσεων, ήταν εθνικό προνόμιο· (3) σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες παγκοσμίως, δεν υπήρχε δανειστής εσχάτης ανάγκης για τα κράτη λόγω των ορίων που είχε προβλέψει η συνθήκη του Μάαστριχτ για την ΕΚΤ· και (4) δεν υπήρχε διαδικασία για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI), απαραίτητη όταν το χρέος του δημόσιου τομέα καθίσταται μη βιώσιμο, όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2012.

Ωστόσο, αυτό που έκανε το ελληνικό πρόγραμμα ιδιαίτερα περίπλοκο ήταν η ρίζα του: η απάτη στους προϋπολογισμούς, η οποία ξαφνικά αποκαλύφθηκε από τη νέα κυβέρνηση Παπανδρέου, με το έλλειμμα να αυξάνεται από το φερόμενο 3% του ΑΕΠ το 2009 σε πάνω από 15% (Παπακωσταντίνου 2016). Αυτό οδήγησε σε αυτό που έχει ονομαστεί «παράδειγμα ηθικού κινδύνου» και σε μια ερμηνεία της κρίσης μέσω ουσιαστικά δημοσιονομικών πρισμάτων. Ενας από εμάς έχει υποστηρίξει (Μπούτι, 2021) ότι, αν η κρίση της Ευρωζώνης είχε ξεκινήσει με μια άλλη χώρα, η εξέλιξη των γεγονότων και η προσέγγιση στα προγράμματα διάσωσης θα μπορούσαν να ήταν πολύ διαφορετικές. Το παράδειγμα ηθικού κινδύνου υπονοούσε πως είχε δημιουργηθεί δυσπιστία και η αναγκαία συνθήκη είχε σχεδιαστεί με αυστηρό τρόπο.

Υπήρξε μια μακρά συζήτηση σχετικά με το σωστό μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής υπό αυτές τις συνθήκες. Το έλλειμμα ήταν αστρονομικό και το χρέος υψηλό – τι θα μπορούσε να γίνει για να φέρει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε βιώσιμο έδαφος; Είτε έπρεπε να παρασχεθεί ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους είτε να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθούν οι φόροι αντίστοιχα. Με έλλειμμα 15% του ΑΕΠ, τα επίπεδα χρέους διπλασιάζονται σε λιγότερο από πέντε χρόνια, επομένως η χρηματοδότηση των συνεχιζόμενων υψηλών ελλειμμάτων από επίσημες πηγές δεν ήταν εφικτή επιλογή. Δεδομένων των πολιτικών και θεσμικών περιορισμών της Ζώνης του Ευρώ, η απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή ήταν μεγάλη και αναπόφευκτα οδήγησε σε ένα σοκ σημαντικών διαστάσεων.

Υπήρχε μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση εκτός Ελλάδος ότι η δημοσιονομική σπατάλη ήταν η μόνη πηγή των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα. Αυτό που αναδεικνυόταν όλο και περισσότερο, ωστόσο, ήταν ότι η σταθερή διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν είχε αντιμετωπιστεί και τα επακόλουθα προβλήματα είχαν καλυφθεί από πολιτικές που επιπλέον εξάντλησαν τον προϋπολογισμό. Οι ελληνικοί θεσμοί –από την είσπραξη φόρων έως τη δικαστική εξουσία ή οι κρατικές αρχές που τεκμηριώνουν αποδείξεις ιδιοκτησίας γης– ήταν εγγενώς αδύναμοι.

Η υιοθέτηση του προγράμματος επηρεάστηκε από έναν άλλο, όχι άσχετο, ειδικό για την Ελλάδα, παράγοντα: την απουσία ανάληψης ευθύνης για το πρόγραμμα από το ελληνικό πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση και αντιπολίτευση). Αυτό έγινε εμφανές με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ήταν ήδη χαρακτηριστικό και των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αυτό ήταν πιο έντονο από ό,τι σε άλλες χώρες του προγράμματος (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και, σε κάποιο βαθμό, Κύπρος), όπου οι κυβερνήσεις ήταν πολύ πιο ανοιχτές σχετικά με την προέλευση της κρίσης (δηλαδή, λάθη πολιτικής του παρελθόντος). Αυτό αύξησε την αντίληψη εντός της Ελλάδος ότι η χώρα θυματοποιήθηκε. Τα δυσάρεστα δημοσιεύματα στον Τύπο σε χώρες όπως η Γερμανία δεν βοήθησαν.

Απώλεια εμπιστοσύνης

Οι εξελίξεις είχαν ήδη επιδεινωθεί υπό την (συντηρητική) κυβέρνηση Σαμαρά το 2014, όταν η πιθανή (περαιτέρω) ελάφρυνση του χρέους εξαρτιόταν από την επιτυχή επίτευξη μιας ποικιλίας πολιτικών ορόσημων. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια είχε μειωθεί, μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2014. Τα ορόσημα τελικώς δεν επιτεύχθηκαν, με τους Ελληνες πολιτικούς (και όχι μόνο αυτούς) να κατηγορούν –κυρίως– το ΔΝΤ ότι επέβαλε απίστευτα αυστηρούς όρους στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το φόντο της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές του 2015 και της συμμετοχής του Γιάνη Βαρουφάκη ως υπουργού Οικονομικών στις διαβουλεύσεις και στις διαπραγματεύσεις στο Eurogroup. Δεν είναι εδώ ώρα να αφηγηθούμε τα γεγονότα των πρώτων μηνών της νέας κυβέρνησης με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά αντιθέτως να θυμηθούμε την πολιτική ψυχολογία που οδήγησε στα γεγονότα των αρχών του καλοκαιριού εκείνου του έτους.

Το ζήτημα είναι ότι τα σημερινά μέλη της Ε.Ε., όταν αντιμετωπίζουν μια επιλογή με την οποία διαφωνούν ριζικά, αντί να εξετάσουν την έξοδό τους παραμένουν στην Ε.Ε. αλλά την υπονομεύουν εκ των έσω (επειδή είναι αποδέκτες κονδυλίων της Ε.Ε.)

Τελικά, η προσέγγιση της Ελλάδας αυτούς τους μήνες θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρίσκο. Η Ελλάδα υπέθεσε ότι αν δεν θέσπιζε καμία από τις μεταρρυθμίσεις του προγράμματος, οι χώρες της Ευρωζώνης θα παρείχαν την τελευταία στιγμή τη χρηματοδότηση και την ελάφρυνση του χρέους για να το κρατήσουν σε λειτουργία. Η υπόθεση ήταν ότι η επιθυμία να διατηρηθεί η ένταξη στην Ευρωζώνη άθικτη θα υπερίσχυε των προβλημάτων της δράσης κατά των αρχών της διακυβέρνησης της οικονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης και της παροχής βοήθειας «δωρεάν».

Από την άλλη πλευρά, υπήρχε αυξανόμενη απογοήτευση για την ανταγωνιστική συμπεριφορά του Βαρουφάκη στις συνεδριάσεις της Ευρωομάδας. Το αδιέξοδο των συνομιλιών για την επίτευξη ενός λειτουργικού προγράμματος βοήθειας (που αποδόθηκε ποικιλοτρόπως στην αδιαλλαξία της Ελλάδας ή του ΔΝΤ) λειτούργησε ως τροχοπέδη στις οικονομικές εξελίξεις στη χώρα, η οποία ήδη υπέφερε από χρόνια έλλειψη πρόσβασης σε αναγκαία κεφάλαια.

Ο πρωθυπουργός Τσίπρας συνειδητοποίησε τελικά το πολιτικό και οικονομικό κόστος των τακτικών του υπουργού Οικονομικών του, αλλά μεγάλο μέρος της ζημίας είχε ήδη γίνει. Η δυσπιστία δεν μπορούσε να επιδεινωθεί. Η υπόθεση ότι τα άλλα κράτη-μέλη θα συμφωνούσαν σε οτιδήποτε προκειμένου να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη είχε αποτύχει. Οπως και το 2012, είχαν γίνει εμπιστευτικές και λεπτομερείς προετοιμασίες μεταξύ των θεσμών σχετικά με το τι έπρεπε να γίνει σε περίπτωση που η Ελλάδα αποχωρούσε από τη νομισματική ένωση. Η διαφορά σε σχέση με το 2012 ήταν ότι, αυτή τη φορά, φαινόταν ότι η Ελλάδα ήταν αυτή που αμφισβήτησε τη μελλοντική παρουσία της.

Η κρίση κορυφώθηκε στις τρεις εβδομάδες από το τέλος Ιουνίου έως τα μέσα Ιουλίου 2015. Το ρίσκο ενός δημοψηφίσματος που ζητούσε την απόρριψη των όρων της συμφωνίας που πρότεινε η τρόικα αντιμετωπίστηκε με μια ρητή έκκληση σε ένα υπόμνημα που δημοσιοποίησε το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να λάβει «προσωρινή αποχώρηση» από την Ευρωζώνη. Ο στόχος του Σόιμπλε, επιστρέφοντας σε μια φιλοσοφική άποψη για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων που είχε διατυπωθεί χρόνια νωρίτερα σε ένα έγγραφο από τον Καρλ Λάμερς και είχε επαναδιατυπωθεί σε ένα κοινό άρθρο στους Financial Times, ήταν να στεγανοποιήσει την υπόλοιπη Ενωση, διαχωρίζοντας το «σάπιο μήλο» από τα υπόλοιπα.

Ο φόβος των υπόλοιπων ευάλωτων χωρών ήταν, αντιθέτως, ότι μια τέτοια κίνηση θα απελευθέρωνε την κερδοσκοπία στις αγορές, προκαλώντας ένα φαινόμενο ντόμινο που θα απειλούσε να διαλύσει την Ευρωζώνη ή, στην καλύτερη περίπτωση, να οδηγήσει σε μόνιμη αποδυνάμωση της ΟΝΕ. Αυτή ήταν επίσης η άποψη της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας: όλα τα θεσμικά όργανα εκφράστηκαν κατά της αμφισβήτησης της ακεραιότητας της Ευρωζώνης. Μετά μια μακρά και αμφιλεγόμενη συζήτηση στην Ευρωομάδα, οι «υπέρμαχοι της παραμονής» τελικά πέτυχαν. Οι όροι του επόμενου προγράμματος ήταν αυστηρότεροι από ό,τι θα ήταν μισό χρόνο νωρίτερα, καθώς η πεποίθηση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα θέσπιζε μεταρρυθμίσεις χωρίς παρεμβατικούς ελέγχους είχε εξασθενήσει μετά τα εξωφρενικά παιχνίδια του 2015.

Διδάγματα που αντλήθηκαν

Ποια μαθήματα μπορούμε να αντλήσουμε μετά δέκα χρόνια; Πρώτον, μπορεί κάποιος να συμπεράνει με ασφάλεια εκ των υστέρων ότι η Ευρωζώνη απέφυγε ένα δυνητικά καταστροφικό λάθος. Ο συνδυασμός του τέλους της συζήτησης για το Grexit και του επακόλουθου Brexit, αν και με αντίθετα αποτελέσματα, έχει θέσει τέλος στις απειλές ή στις προοπτικές των χωρών που θα εγκαταλείψουν την Ευρωζώνη ή την Ε.Ε. Το ζήτημα είναι ότι τα σημερινά μέλη της Ε.Ε., όταν αντιμετωπίζουν μια επιλογή με την οποία διαφωνούν ριζικά, αντί να εξετάσουν την έξοδό τους παραμένουν στην Ε.Ε., αλλά την υπονομεύουν εκ των έσω (επειδή είναι αποδέκτες κονδυλίων της Ε.Ε.).

Οσον αφορά στην Ευρωζώνη, έχουμε πλέον εκ των έσω διδάγματα που μας επιτρέπουν να είμαστε σίγουροι για την επιτυχία σε περίπτωση παρόμοιας κρίσης. Είμαστε ενοποιημένοι στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας και εξυγίανσης. Ο ESM είναι έτοιμος όσο ποτέ να παρέχει ρευστότητα σε χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Και αυτό ισχύει, μεταξύ άλλων, για τις πρακτικές αλλαγές στο σύνολο των νομισματικών πολιτικών της ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένων των Αμεσων Νομισματικών Συναλλαγών (OMT).

Δεύτερον, το ενδεχόμενο να περιμένουμε μέχρι να ξεσπάσει μια κρίση για να προχωρήσουμε μια δύσκολη αλλά απαραίτητη επιλογή είναι μια πολύ δαπανηρή στρατηγική. Συνήθως, όπως έχει βιώσει και το ΔΝΤ σε παγκόσμιο επίπεδο, οι χώρες περνούν από τον ακόλουθο κύκλο λήψης αποφάσεων σε περίπτωση σοκ: άρνηση, αδιάφορη αντίδραση, πανικός, θαρραλέες αποφάσεις και στη συνέχεια εφησυχασμός όταν η κατάσταση βελτιώνεται. Η έγκαιρη δράση και η ολοκλήρωση του προγράμματος θα πρέπει να είναι το «κλειδί». Η πρόληψη είναι σίγουρα πιο αποτελεσματική.

Τρίτον, η οικοδόμηση εμπιστοσύνης είναι το «κλειδί» για περαιτέρω ολοκλήρωση. Το σχέδιο Σόιμπλε για μια προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη ήταν λανθασμένα σχεδιασμένο για δύο λόγους: (1) Δεν έλαβε υπόψη την ψυχολογία της αγοράς και τους κινδύνους μετάδοσης και (2) βασίστηκε στην πεποίθηση πως ένα δημοσιονομικό φρένο, όπως το γερμανικό «Schuldenbremse», ήταν η λύση σε μελλοντικά προβλήματα που προκύπτουν από μη βιώσιμες δημοσιονομικές πολιτικές.

Παρ’ όλα αυτά, η έκκληση για ανανέωση εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών ως προϋπόθεση για διεύρυνση της ενοποίησης ήταν σωστή και εξακολουθεί να ισχύει σήμερα. Αυτό ωστόσο θα πρέπει να λάβει τη μορφή στενού «κάθετου συντονισμού» μεταξύ των εθνικών προϋπολογισμών και του προϋπολογισμού της Ε.Ε., ο οποίος θα αποτελέσει τη βάση για τεκμηριωμένο επιμερισμό κινδύνων. Ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. θα πρέπει να αναθεωρηθεί ώστε να παρέχει ευχερέστερα κονδύλια για τους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας, με αφετηρία την έκδοση κοινών ομολόγων.

Επίσης, η ιδέα της «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης», όπου ορισμένες χώρες της Ε.Ε. συντάσσονται εν ευθέτω, φαίνεται να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σήμερα. Συμφωνίες τύπου Σένγκεν διαμορφώνονται στον τομέα της άμυνας και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν πειραματικά σε οργανισμούς που είναι ανοιχτοί εδώ και πολύ καιρό, όπως η Ενωση Κεφαλαιαγορών, η οποία τώρα μετονομάστηκε σε Ενωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων. Οι προκλήσεις εδώ είναι, βραχυπρόθεσμα, η αποφυγή της παγίδας ότι η διαφοροποιημένη ολοκλήρωση δεν οδηγεί σε ενότητα α λα καρτ και, μακροπρόθεσμα, η διασφάλιση της θεσμικής συνοχής.

Η κρίση του παρ’ ολίγον Grexit πριν από δέκα χρόνια δείχνει ότι η κοινή χρήση ενός νομίσματος είναι μια υπαρξιακή επιλογή: οι πολιτικές επιπτώσεις της είναι εξαιρετικά εκτεταμένες τόσο για μια χώρα που βρίσκεται σε πίεση όσο και για την υπόλοιπη Ενωση. Η ευθύνη και η αλληλεγγύη πάνε χέρι χέρι. Αλλά αυτό συνεπάγεται ότι η πολιτική ολοκλήρωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς υποχωρήσεις.

Σαφώς, η Ε.Ε., και επομένως η Ζώνη του Ευρώ, είναι και θα παραμείνουν για το άμεσο μέλλον συμμαχία κρατών-μελών που έχουν παραχωρήσει έναν ορισμένο βαθμό κυριαρχίας στη συλλογική λήψη αποφάσεων. Σοβαρές ευθύνες και εξουσίες, ωστόσο, παραμένουν στα έθνη. Για παράδειγμα, ενώ οι περισσότεροι συμφωνούν ότι οι κινήσεις προς την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης είναι απαραίτητες, τα τρέχοντα προβλήματα που αντιμετωπίζει η UniCredit στην εξαγορά μιας γερμανικής τράπεζας (και δεν είναι η μόνη αμφιλεγόμενη υπόθεση στην Ε.Ε.) αποτελούν μια υπενθύμιση του πόσο σκληρή παραμένει η επιρροή της εθνικής πολιτικής.

Κανείς δεν μπορεί τελικά να αναγκάσει ένα κράτος-μέλος να εφαρμόσει οικονομικές πολιτικές που δεν επιθυμεί να εφαρμόσει, αλλά οι επιπτώσεις για άλλες χώρες, και για την Ενωση στο σύνολό της, πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το δίλημμα μεταξύ της εθνικής συνταγματικής κυριαρχίας και της ανάγκης πειθαρχίας και προς το συμφέρον και το όφελος της Ενωσης καθιστά τη χάραξη πολιτικής ιδιαίτερα περίπλοκη. Σήμερα όμως το σύνθετο γεωπολιτικό περιβάλλον απαιτεί η ζυγαριά μεταξύ εθνικής και ευρωπαϊκής κυριαρχίας να γείρει υπέρ της δεύτερης. Η ελληνική εμπειρία πριν από δέκα χρόνια δείχνει πόσο υψηλό μπορεί να είναι το κόστος όταν χάνεται η εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει καλύτερος τρόπος.

• Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Κέντρου Eρευνας Οικονομικής Πολιτικής (CEPR).

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα