Για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μιλούν ανοιχτά για «ετοιμότητα πολέμου», ενώ η Γερμανία θέτει συγκεκριμένη ημερομηνία για το πότε οι ένοπλες δυνάμεις της πρέπει να είναι σε θέση να απαντήσουν σε μια πιθανή μεγάλη σύγκρουση. Το ερώτημα που παραμένει είναι αν αυτή η προειδοποίηση αντανακλά έναν πραγματικό κίνδυνο ή αν αποτελεί έναν πολιτικό συναγερμό για την επίσπευση των αμυντικών μεταρρυθμίσεων.
Με τον πόλεμο πλήρους κλίμακας της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας να μην δείχνει σημάδια υποχώρησης, η πίεση προς τη Γερμανία για ανασυγκρότηση της αμυντικής της βιομηχανίας αυξάνεται. Όροι όπως «ετοιμότητα πολέμου» χρησιμοποιούνται πλέον συχνά, μαζί με εκκλήσεις για μετατροπή των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων (Bundeswehr) στη συμβατικά ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη – κάτι που μέχρι πριν λίγα χρόνια φαινόταν σχεδόν αδιανόητο.
Το 2029 αναφέρεται σταθερά ως σημείο αναφοράς. Τότε οι αμυντικές δαπάνες αναμένεται να φτάσουν περίπου το 3,5% του ΑΕΠ και η Bundeswehr να είναι «έτοιμη για πόλεμο»
Οι μαξιμαλιστικές ρωσικές απαιτήσεις στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή μείωση της αμερικανικής υποστήριξης προς το ΝΑΤΟ, λειτουργούν ως συνεχές καμπανάκι για τους Ευρωπαίους, που αναγκάζονται ολοένα και περισσότερο να αναλάβουν την ευθύνη για τη δική τους ασφάλεια.
Έρευνα εκτιμά ότι μέσα σε τρία έως πέντε χρόνια η Ρωσία θα μπορούσε να βρίσκεται σε θέση να διεξαγάγει έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας.
Για να γίνει η χώρα ικανή να αμυνθεί –και άρα ικανή για πόλεμο– όσο το δυνατόν γρηγορότερα, η γερμανική κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει τον αμυντικό προϋπολογισμό σε σχεδόν 153 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2029.
Το 2029 αναφέρεται σταθερά ως σημείο αναφοράς. Τότε οι αμυντικές δαπάνες αναμένεται να φτάσουν περίπου το 3,5% του ΑΕΠ και η Bundeswehr να είναι «έτοιμη για πόλεμο», καθώς ενδέχεται έως τότε να είναι εφικτή μια πιθανή ρωσική επίθεση σε έδαφος του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με το Euronews.
Γιατί το 2029;
Η προειδοποίηση ότι η Ρωσία θα μπορούσε να ξεκινήσει μια επίθεση το 2029 προέρχεται από την έκθεση Joint Threat Assessment-NATO του 2023, η οποία εκτιμούσε ότι μέσα σε τρία έως πέντε χρόνια η Ρωσία θα μπορούσε να βρίσκεται σε θέση να διεξαγάγει έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας.
Έρευνα του γερμανικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα WDR έδειξε ότι η αξιολόγηση αυτή βασίστηκε σε δεδομένα από δορυφόρους αναγνώρισης, που παρακολουθούσαν την τρέχουσα ρωσική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής και της στρατολόγησης, στηριζόμενη αποκλειστικά σε πληροφοριακά στοιχεία.
Έρευνα εκτιμά ότι μέσα σε τρία έως πέντε χρόνια η Ρωσία θα μπορούσε να βρίσκεται σε θέση να διεξαγάγει έναν πόλεμο μεγάλης κλίμακας.
Το 2023, η έκθεση κατέληγε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να συγκροτήσει πλήρως εξοπλισμένο στρατό 1,5 εκατομμυρίου στρατιωτών μέσα σε πέντε χρόνια – δηλαδή έως το 2028 – και να πραγματοποιήσει μια τέτοια επίθεση, όπως εξήγησε σε πρόσφατο podcast ο καθηγητής Carlo Masala.
Το 2024, ο υπουργός Άμυνας Boris Pistorius και ο Επιθεωρητής της Bundeswehr, Carsten Breuer, δημοσιοποίησαν την έκθεση. Ο Masala προσθέτει ότι δεν ήθελαν να προκαλέσουν πανικό «μιλώντας άμεσα για το 2028 το 2024».
Τόσο η Bundeswehr όσο και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (BND) συνειδητοποίησαν σύντομα ότι είχε χρησιμοποιηθεί μια παλαιότερη ανάλυση. Ωστόσο, δεν έγινε καμία διόρθωση. Σύμφωνα με το WDR, το υπουργείο Άμυνας αποφάσισε εσωτερικά να «διατυπώνει τη δήλωση πιο προσεκτικά» στο μέλλον και να χρησιμοποιεί τον πιο γενικό όρο «έως το τέλος της δεκαετίας».
Λίγες επαφές πλέον μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο, χάρη στον τεράστιο προϋπολογισμό, την προηγμένη τεχνολογία και το μέγεθος του ναυτικού και της αεροπορίας τους. Αν και υπάρχουν χώρες με περισσότερους στρατιώτες, υπερκεράζονται από τις ΗΠΑ λόγω της παγκόσμιας επιρροής τους και των υψηλών αμυντικών δαπανών.
Μέχρι σήμερα, η Γερμανία βασιζόταν στη διατλαντική συνεργασία και την παγιωμένη διεθνή τάξη. Σε συνέντευξη στο The Atlantic, ο Dr Christian Freuding, επικεφαλής του Γερμανικού Στρατού, ανέφερε ότι παλαιότερα μπορούσε να επικοινωνεί με Αμερικανούς αξιωματούχους «μέρα και νύχτα», αλλά πλέον «η ανταλλαγή έχει κοπεί, πραγματικά κοπεί».
Σε θέση μάχης
Για να αποτραπεί ένα πιθανό ρωσικό χτύπημα σε έδαφος του ΝΑΤΟ, η Bundeswehr πρέπει να είναι «επαρκώς εξοπλισμένη» έως το 2029. Αυτό σημαίνει ενίσχυση και εκσυγχρονισμό του προσωπικού και του εξοπλισμού.
Σήμερα, η Bundeswehr διαθέτει περίπου 181.000–182.000 εν ενεργεία στρατιώτες και στόχος είναι να φτάσει περίπου τις 203.000.
Για τον σκοπό αυτό, η κυβέρνηση του καγκελάριου Friedrich Merz επανέφερε τη θεσμική βάση της εθελοντικής στρατιωτικής θητείας. Νέοι άνδρες και γυναίκες, γεννημένοι από το 2008 και μετά, λαμβάνουν επιστολή από την Bundeswehr για να εγγραφούν, αν και μόνο οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν. Παρότι η στρατιωτική θητεία παραμένει αρχικά εθελοντική, έχουν οριστεί σαφείς στόχοι για την αύξηση του προσωπικού. Αν δεν επιτευχθούν, το Bundestag μπορεί να αποφασίσει την επιβολή υποχρεωτικής θητείας.
Νέοι άνδρες και γυναίκες, γεννημένοι από το 2008 και μετά, λαμβάνουν επιστολή από την Bundeswehr για να εγγραφούν, αν και μόνο οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν.
Για να κατανοήσει τις αμερικανικές θέσεις, ο Freuding εξήγησε ότι πλέον στηρίζεται στην πρεσβεία της Γερμανίας στην Ουάσιγκτον, όπου «υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να βρει κάποιον στο Πεντάγωνο».
Από την οπτική των Γερμανών ειδικών ασφαλείας στη Bundeswehr, η μείωση της αμερικανικής υποστήριξης έρχεται στη χειρότερη δυνατή στιγμή: καθώς παρακολουθούν καθημερινά τις κινήσεις των ρωσικών στρατευμάτων και αξιολογούν αν ο Πούτιν θα ρισκάρει να επιτεθεί σε χώρα του ΝΑΤΟ πριν το τέλος της δεκαετίας, εντείνονται οι αμφιβολίες για το αν ένας αμερικανός πρόεδρος θα υπερασπιζόταν την Ευρώπη.
Πρόσφατα, ο Αμερικανός πρεσβευτής στο ΝΑΤΟ δήλωσε ότι θα ήθελε να δει τη Γερμανία να αναλαμβάνει στο μέλλον την ηγεσία της συμμαχίας από τις ΗΠΑ. Οι ειδικοί θεωρούν ότι αυτό αποτελεί ακόμη ένα σημάδι ότι η Ουάσιγκτον ενδέχεται μακροπρόθεσμα να αποσυρθεί από τη συμμαχία.

