Το «αντι-» και τα όριά του

Περιεχόμενο [hide]

Φόρτωση Text-to-Speech…

Ολα ξεκίνησαν από την επιτυχία του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Ηταν τέτοιος ο θρίαμβος του συνδυασμού πολιτικής και ψυχικής δυσφορίας απέναντι στο σύστημα Τσίπρα, ώστε έγινε εύκολη για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η εκπροσώπηση μιας κοινωνικής συμμαχίας διαμορφωμένης στη βάση της απέχθειας και του τρόμου, δηλαδή γύρω από ένα σκληρό «αντί».

Τι πιο ξεκούραστο για τους αντιπάλους του πρωθυπουργού, αριστερά και δεξιά, από το να επενδύσουν στον αντιμητσοτακισμό, προσβλέποντας σε μια αντεστραμμένη επανάληψη, που, όμως, δεν συμβαίνει.

«Οταν γίνεται κάποια κίνηση θετική, αμέσως μεγαλώνει η συσπείρωση για το κυβερνών κόμμα, κάτι που δείχνει ότι οι πολίτες ζητούν λύσεις και όχι απλώς τιμωρία», επισημαίνει ο γενικός διευθυντής της Pulse Γιώργος Αράπογλου.

Ο γενικός διευθυντής της εταιρείας δημοσκοπήσεων Pulse Γ. Αράπογλου δεν είναι σίγουρος ότι η δημοσκοπική εικόνα επιβεβαιώνει τέτοιο ρεύμα γιατί, όπως εξηγεί, «η απήχηση του Κυρ. Μητσοτάκη είναι σταθερά υψηλότερη από αυτήν της Ν.Δ., όταν γίνεται κάποια κίνηση θετική αμέσως μεγαλώνει η συσπείρωση για το κυβερνών κόμμα, κάτι που δείχνει ότι οι πολίτες ζητούν λύσεις και όχι απλώς τιμωρία. Από τις δημοσκοπήσεις προκύπτει, συνεχίζει, ότι «η όποια επένδυση της αντιπολίτευσης στον αντιμητσοτακισμό δεν αποδίδει υπέρ της, όπως ενδεχομένως θα απέδιδε ο προγραμματικός λόγος».

Στην ίδια γραμμή σκέψης κινείται ο Μάνος Παπάζογλου, αν. καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου: «Οι τακτικές αυτές επιτείνουν τον κυνισμό και την υποβάθμιση της πολιτικής ζωής σε μια συγκυρία στην οποία το ενδιαφέρον των πολιτών, ιδιαίτερα των νέων, πρέπει να ενισχυθεί ως προς τα σύνθετα δημόσια προβλήματα και τις εναλλακτικές προγραμματικές λύσεις που προτείνουν τα κόμματα, αλλά και την κοινή μέριμνα για την ισορροπία του πολιτικού συστήματος per se».

Διαφορετική είναι η προσέγγιση του πολιτικού επιστήμονα Γιώργου Σεφερτζή, ο οποίος πιστεύει ότι «βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο, με σημαντικές πιθανότητες επιστροφής στην αρνητική ψήφο, κόντρα στην παράδοση της θετικής ψήφου που δημιουργήθηκε επί Σημίτη και στη διέγερση συντηρητικών ανακλαστικών υπέρ της λιγότερο κακής λύσης λόγω της περιπέτειας των μνημονίων. Νέα μορφή αρνητικής ψήφου είναι και η αποχή, η οποία, τελικά, μπορεί να ευνοήσει το κυβερνών κόμμα, που δείχνει να το έχει υπόψη του».

Για τον Μ. Παπάζογλου, «ένα βασικό ερώτημα είναι εάν ο “μητσοτακισμός” δεν συνδέεται απλώς με την προσωπικότητα του επικεφαλής, αλλά με ένα προγραμματικό σχέδιο το οποίο θα επιτρέψει στην παράταξη με την πλέον συμπαγή και ανθεκτική εκλογική βάση να διατηρήσει τη συνοχή της ως συμπολίτευση έως τις εκλογές 2027 και έπειτα από αυτές».

Ετσι κι αλλιώς, ο αντιμητσοτακισμός μπορεί να ευνοήσει την αντισυστημική και όχι τη συστημική αντιπολίτευση. Ο Γ. Σεφερτζής εξηγεί γιατί: «Ο πρωθυπουργός έχει αρχίσει να προσωποποιεί αυτό που η κοινωνία μισεί, τον θεωρεί ξένο από την πραγματικότητα που βιώνει. Γίνεται πολύ Μακρόν, ο πρωθυπουργός των πλουσίων, των προνομιούχων και των ωφελημένων κι αυτό ενισχύει το αντισυστημικό ρεύμα που είναι μεγαλύτερο από το αντιμητσοτακικό. Η αντιπολίτευση καλά κάνει να επενδύει στον αντισυστημισμό, αρκεί να είναι αντισυστημική» (σ.σ. επομένως, όχι κόμματα που έχουν κυβερνήσει ή πρώην πρωθυπουργοί).

Ο Μ. Παπάζογλου θυμίζει ότι ο όρος «αντιμητσοτακισμός» παραπέμπει σε μια προσπάθεια στοχοποίησης (ή και δαιμονοποίησης) του αντιπάλου και «έχει βαθιές ρίζες στην πολιτική κουλτούρα ήδη από την εποχή των “Ιουλιανών” (1965), αλλά και στις εσωκομματικές προστριβές μεταξύ των φατριών στη Ν.Δ., που εξακολουθούν έως σήμερα. Ως τακτική έχει το πλεονέκτημα ότι συμπυκνώνει ένα αίτημα και έναν σκοπό στο πρόσωπο ενός ηγέτη με τρόπο εύληπτο και κατανοητό και βασικό σύνθημα “σταύρωσον αυτόν”».

Αλλά στην περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη η σταύρωση δεν είναι ορατή, για δύο λόγους κατά τον Γ. Σεφερτζή: «Πρώτον, εκφράζει ένα ηγετικό πρότυπο ασύμβατο με τη λαϊκότητα, που οφείλει να έχει μια πολυσυλλεκτική παράταξη και παρ’ όλα αυτά κατάφερε να γίνει ο σωτήρας της σε μια φάση που βρισκόταν σε κάμψη και πολιτική παρακμή. Δεύτερον, αποδείχθηκε δεινός χειριστής των social media, που συνέβαλαν στην υπέρβαση της αποξένωσής του από το κοινό αίσθημα και στη συμφιλίωση της εικόνας του με τις νεότερες ηλικίες».

Τα «στεροειδή»

Η πολιτική επιστήμη, σε παγκόσμιο επίπεδο, δίνει όλο και μεγαλύτερη σημασία στην προσωπικότητα των ηγετών και αναζητάει όλο και περισσότερο εργαλεία στην ψυχολογία για να ερμηνεύσει την εκλογική συμπεριφορά. Ο Ρ. Σαπίρο, καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Columbia, έχει ασχοληθεί συστηματικά με την «πολιτική του μίσους» και παραδέχθηκε σε πρόσφατη συνέντευξη την αδυναμία του να απαντήσει στο τι μπορεί να γίνει «για να μειωθεί η ένταση της πολιτικής σύγκρουσης, η οποία έχει κλιμακωθεί σε τέτοιο βαθμό που σε συναισθηματικό επίπεδο μοιάζει σαν να παίρνεις στεροειδή». Το πρόβλημα με τους εκφραστές του αντιμητσοτακισμού ίσως είναι αυτό, ότι μοιάζουν σαν να παίρνουν στεροειδή αλλά δεν παίρνουν.

Πηγή

Tελευταία Nέα