Φόρτωση Text-to-Speech…
Ο Αλέξης Τσίπρας εξωκοινοβουλευτικός! Η παραίτηση από τη βουλευτική έδρα ήταν μια μη πληκτική πρεμιέρα για το «νέο κόμμα». Και, από στρατηγικής άποψης, ήταν μια καλή κίνηση. Διαφοροποιήθηκε από το «σύνηθες» και το «παλαιό». Σε κάθε περίπτωση, η «φρόνιμος μεσότης» της ασφάλειας του Ινστιτούτου εγκαταλείφθηκε. Η εκκίνηση δόθηκε.
Τον Μάρτιο 2024, πριν από τις ευρωεκλογές, γράφαμε ότι η συνεννόηση των κομμάτων της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς θα είναι πολύ δύσκολη και ότι ο ανταγωνισμός θα κυριαρχήσει. Και, επίσης, εάν κανένα από τα δύο κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) δεν πείσει ότι μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία, «τότε ένας τρίτος παίκτης, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, δεν αποκλείεται να εμφανιστεί. Τον παίκτη αυτόν δεν τον γνωρίζουμε» («Χωρίς δεύτερο πόλο», «Καθημερινή», 11.03.2024). Σήμερα, μάλλον τον γνωρίζουμε.
Ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να ανατρέψει το παιγνίδι. Προφανώς επιδιώκει να καταλάβει τη σημερινή θέση του ΠΑΣΟΚ, να καθιερωθεί δημοσκοπικά ως το δεύτερο κόμμα στη χώρα, να επωφεληθεί από την ώθηση που δίνει ο εκλογικός νόμος στο δεύτερο κόμμα και, έτσι, να δημιουργήσει νέα δυναμική για τον εαυτό του και για το σύνολο της Kεντροαριστεράς-Aριστεράς. Αυτό μάλλον είναι το σχέδιο. Και το αντικείμενο των γραμμών που ακολουθούν.
Το τοπίο
Ο πρώην πρωθυπουργός αποσκοπεί στο να καλύψει το πρωτόγνωρο για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία κενό εκπροσώπησης στην ευρεία Kεντροαριστερά – Aριστερά. Η σκληρή ειρωνεία, βέβαια, και το οξύμωρο που συνοδεύει το διάβημα Τσίπρα είναι ότι ο ίδιος, με το 17,83% του 2023, δημιούργησε το έλλειμμα εκπροσώπησης. Ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Σωκράτης Φάμελλος απλώς διεύρυναν το κενό, δεν το δημιούργησαν. Κενό όμως υπάρχει.
Ελλειψη διορατικότητας – Ο Τσίπρας δεν έχει καμία τύχη εάν ακολουθήσει τα χνάρια της προηγούμενης διαδρομής, ιδίως αυτής του 2019-2023. Τότε, ο ίδιος, η ομάδα του, αλλά και οι αντίπαλοί του εντός του ΣΥΡΙΖΑ, έδειξαν μια εντυπωσιακή, σχεδόν σοκαριστική, έλλειψη πολιτικής διορατικότητας.
Αυτό το κενό αποτελεί «δώρο» για τον πρώην πρωθυπουργό. Και το timing μοιάζει τέλειο. Είναι όμως; Υπάρχουν δώρα που μπορεί να φέρουν κακή τύχη στον αποδέκτη. Το δώρο αυτό, εκτιμάμε, ήρθε πολύ νωρίς. Και ενώ το timing μοιάζει πολύ καλό, δεν είναι.
Τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από μιαν άλλη παραίτηση, από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο 2023, είναι ιδιαίτερα βραχύς χρόνος για την επιστροφή ενός βαριά ηττημένου πολιτικού. Ο βραχύς χρόνος δεν επιτρέπει τον αναστοχασμό πάνω στην προηγούμενη δράση, δεν επιτρέπει την απόσταση, προπάντων όμως δεν επιτρέπει την πραγματική εσωτερική αλλαγή, το άνοιγμα σε νέους ορίζοντες.

Δεν επιτρέπει επίσης την αλλαγή της ματιάς των πολιτών, την απορρόφηση της μνήμης. Ο Τσίπρας είχε γίνει στερεοτυπικός, είχε κουράσει. Καθώς δεν κατάφερε να ανανεώσει τον εαυτό του και τον ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο 2019-2023, εξακολουθεί σήμερα να εκπροσωπεί, για ένα τμήμα των αριστερών, την «πτώση των συμβόλων» και, για ένα μεγαλύτερο τμήμα δεξιών και κεντρώων, το «ψέμα», την «κωλοτούμπα», τον «ερασιτεχνισμό», την «κακή επιλογή συνεργατών», τον «λαϊκισμό».
Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα (δεν αναφέρομαι στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, το οποίο είναι κάτι ποιοτικά διαφορετικό) ήταν σε μεγάλο βαθμό, για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του επικοινωνιολόγου Ηλία Τσαουσάκη, ένα «αντι-Τσίπρα ρεύμα». Η δε σημερινή εικόνα του Τσίπρα παραμένει ακόμη αυτή του 2022 και 2023, ενός πολιτικού που, σε αντίθεση με το 2012 και 2015, δεν έλαμπε πλέον ούτε σημάδευε τη συλλογική μνήμη με ενδιαφέρουσες ή καινοτόμους πρωτοβουλίες.
Από αυτή τη γωνία θέασης, η σημερινή μεγάλη κρίση ηγεσίας στην Κεντροαριστερά – Αριστερά ήρθε υπερβολικά νωρίς για τον Αλέξη Τσίπρα. Τι κάνει κανείς απέναντι σε ένα τέτοιο –δηλητηριασμένο– δώρο; Είτε αυτοπροστατεύεται και δεν το αγγίζει, χάνοντας, ίσως για πάντα, τη μεγάλη ευκαιρία επιστροφής, είτε αρπάζει την ευκαιρία επιχειρώντας ταυτόχρονα να εξουδετερώσει τον μεγάλο κίνδυνο που μια τέτοια πρόωρη ευκαιρία συνεπάγεται. Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε τη δεύτερη επιλογή.
Χάσμα «ανεπίδεκτον πληρώσεως»;
Με δεδομένη αυτή την επιλογή, για να κλέψω, από άλλο context, μια φράση του Ροΐδη, είναι το χάσμα που χωρίζει τον Τσίπρα από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών «ανεπίδεκτον πληρώσεως»;

Ναι, ο Τσίπρας δεν έχει καμία τύχη εάν ακολουθήσει τα χνάρια της προηγούμενης διαδρομής, ιδίως αυτής του 2019-2023. Τότε, ο ίδιος, η ομάδα του, αλλά και οι αντίπαλοί του εντός του ΣΥΡΙΖΑ, έδειξαν μια εντυπωσιακή, σχεδόν σοκαριστική, έλλειψη πολιτικής διορατικότητας. Και μια εξίσου εντυπωσιακή έλλειψη πολιτικού αισθητηρίου (δεν είναι της ώρας η συζήτηση για αυτά τα δύο ελλείμματα). Ο Τσίπρας του 2019-2023 καταγράφηκε ως κάποιος που ανήκε στο «παλαιό σύστημα», και μάλιστα ως κάποιος που εκπροσωπούσε μια μη ελκυστική, στερεοτυπική και παρωχημένα μη επιδέξια εκδοχή του παλαιού.
Oχι, το χάσμα δεν είναι ανυπέρβλητο, αν το νέο σχήμα εμφανίσει νέα φυσιογνωμία, νέα πρόσωπα και εκπλήξει με τον τρόπο συγκρότησής του και με ισχυρές πράξεις ανανέωσης. Εννοείται, χωρίς να υπεισέλθω σε βαθιά ιδεολογική συζήτηση, ότι η καινοτομία δεν σημαίνει αναγκαστικά κίνηση προς το Κέντρο (άλλωστε δεν προκύπτει από πουθενά, ούτε από ποσοτικά ούτε από ποιοτικά ερευνητικά δεδομένα, ότι ο Τσίπρας ηττήθηκε το 2023 γιατί ήταν «πολύ αριστερός»).
Οσες και όσοι εκτιμούν ότι ο μόνος τρόπος για να κερδίσει ένα κόμμα εκλογές είναι η κίνηση προς το Κέντρο (όχι πως αυτό δεν έχει σημασία) δεν έχουν ακόμη κατανοήσει την πρόσφατη νίκη του Τραμπ, εκείνη της Μελόνι ή, παλαιότερα, της Θάτσερ και του Μιτεράν.
Ζήτηση, προσφορά και ΣΥΡΙΖΑ
Σε συνθήκες κοινωνικής κόπωσης και πολιτικής αποστασιοποίησης, το περίπου 20% που δηλώνει ότι «θα ψήφιζε σίγουρα» ή «μάλλον θα ψήφιζε» το κόμμα Τσίπρα δεν είναι υψηλό. Δεν είναι πάντως και αποθαρρυντικό, με δεδομένα τα χαμηλά ποσοστά των άμεσων, αριστερών και κεντροαριστερών, ανταγωνιστών του. Επιπλέον, τα ποιοτικά δεδομένα δεν δείχνουν πάθος και φλόγα ούτε μεγάλη προσδοκία. Δεν είναι, όμως, και αυτά αποθαρρυντικά.

Είναι αξιοσημείωτο ότι τα στελέχη της Αριστεράς, είτε ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε στη Νέα Αριστερά, είτε ιδιωτεύουν, φορτώνουν σήμερα –στις ιδιωτικές τους συζητήσεις, όχι δημοσίως– όλες τις αποτυχίες (ή ό,τι έχει ο καθένας/καθεμία στο κεφάλι του ως αποτυχία) στον Τσίπρα. Και εδώ συνεπώς υπάρχει πρόβλημα.
Η ζήτηση, επομένως, δεν είναι ισχυρή αλλά υπάρχει. Το σπάσιμο όμως της δυσπιστίας προς το πρόσωπο του Τσίπρα και, άρα, η κίνηση από τον πυρήνα της πιθανολογούμενης επιρροής προς την περίμετρο, απαιτεί ιδέες, πρόσωπα και γεγονότα, που θα προκαλέσουν ένα κύμα πολιτικής συμπάθειας. Η «προσφορά» συνεπώς, και μόνον αυτή, θα μπορούσε να αυξήσει τη «ζήτηση». Θέση που παραπέμπει στο προηγούμενο σημείο, στην ανάγκη καινοτομίας.
Η σχέση του κόμματος Τσίπρα με τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εκλογικά κρίσιμη. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρήσει ένα 4%-5%, το νέο κόμμα δεν θα έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Aρα, ο Τσίπρας «οφείλει», είτε με εναγκαλισμό είτε με επιθετικό ρεσάλτο, να «πνίξει» εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Not easy, ηθικά. Ο εναγκαλισμός φαίνεται η πιθανότερη επιλογή, κάτι που πάντως θα δημιουργήσει ερωτήματα για τον ανανεωτικό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ εικονογραφεί το περίπλοκο του σχηματισμού του νέου κόμματος.
Σενάρια, όχι κόμμα – Αν τα πράγματα αρχίσουν να πηγαίνουν δημοσκοπικά άσχημα, τίποτε δεν διασφαλίζει ότι το νέο κόμμα τελικά θα ιδρυθεί. Συνεπώς, ας διαχωρίσουμε προθέσεις και σενάρια από την πραγματικότητα. Στον πραγματικό κόσμο, δεν υπάρχει κόμμα Τσίπρα.
Σε κάθε περίπτωση, η συγκρότηση του κόμματος, εάν τελικά ιδρυθεί, θα είναι σύνθετη, με πολλές φάσεις που κανείς σήμερα δεν μπορεί να προβλέψει. Δεν θα είναι fast track διαδικασία. Η δε έκδοση του βιβλίου μπορεί να την ευνοήσει, μπορεί να την καθυστερήσει ή και να την ανατρέψει. Αν τα πράγματα αρχίσουν να πηγαίνουν δημοσκοπικά άσχημα, τίποτε δεν διασφαλίζει ότι το νέο κόμμα τελικά θα ιδρυθεί. Επομένως, ας διαχωρίσουμε προθέσεις και σενάρια από την πραγματικότητα. Στον πραγματικό κόσμο, δεν υπάρχει κόμμα Τσίπρα. Και, γενικά, δεν υπάρχει κόμμα πριν υπάρξει κόμμα.
Ζαριά ή ηγετική κίνηση;
Το αν η κίνηση προς τον σχηματισμό νέου κόμματος είναι η ζαριά ενός ηγέτη εθισμένου στους κινδύνους του κομματικού παιγνιδιού ή δουλεμένη και λελογισμένου ρίσκου ηγετική κίνηση, κανείς δεν μπορεί να το κρίνει χωρίς να γνωρίζει λίγο περισσότερο τον τρόπο συγκρότησης (και οργάνωσης) του κόμματος, το αφήγημα, το πρόγραμμα, τα πρόσωπα, το πολιτικό λεξιλόγιο. Και βέβαια τις ερμηνείες ή αυτοκριτικές για το παρελθόν.
Οι αναφορές στο ένδοξο παρελθόν για τους μεν και στις δραματικές αποτυχίες για τους δε δεν είναι επαρκής οδηγός για την κατανόηση της τρέχουσας εξέλιξης, έστω και αν συνιστούν, ελλείψει άλλων στοιχείων, τον μόνο οδηγό που υπάρχει. Θα επισημάνω δε, τελείως ψυχρά και χωρίς υπονοούμενη αξιολόγηση, ότι ο Τσίπρας διέψευσε τις πιθανότητες –και τις εκτιμήσεις– τρεις φορές: το 2012, παίρνοντας τη μεγάλη εκλογική ανηφόρα, το 2019 με το τόσο αξιοπρεπές 31,53% και το 2023, αυτή τη φορά παίρνοντας τη μεγάλη κατηφόρα. Οι βεβαιότητες σε ένα τοπίο τόσο ρευστό και χωρίς πραγματική εικόνα τού υπό σχηματισμόν κόμματος είναι βιαστικές.
Οι μεγάλες αντιφάσεις, παρελθούσες, παρούσες και μέλλουσες, του πολιτικού προσώπου «Τσίπρας» θα επιλυθούν στο παρόν. Και θα επιλυθούν διά της ισχύος. Μέχρι τότε ένα είναι βέβαιο: Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει περιθώριο αποτυχίας, γιατί σε αυτή την περίπτωση η αποτυχία θα είναι οριστική.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κέντρο Πολιτικών Ερευνών.