Αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια τα τρακτέρ των αγανακτισμένων αγροτών έφθασαν έξω από το Σύνταγμα και τα μπλόκα –καθιερωμένη πρακτική ανάμεσα στις καλλιεργητικές περιόδους–, προκαλώντας πονοκέφαλο στις Αρχές. Oμως, φαίνεται πως τελικά οι αγρότες περισσότερο ακολουθούν τον ισχυρό παρά είναι ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων. Σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες πολιτών, η ψήφος του πρωτογενούς τομέα είναι ρευστή και κάνει αρκετά εκλογικά ταξίδια, τα οποία μάλιστα έχουν πυκνώσει την τελευταία δεκαετία. Η «Κ» συνομιλεί με πολιτικούς αναλυτές και συνδικαλιστές του αγροτικού κλάδου και επιχειρεί να σκιαγραφήσει τις αλλαγές στις πολιτικές επιλογές των αγροτών και σε ποιο βαθμό αυτές συνδέονται με τις επιδοτήσεις, που αποτελούν άλλωστε σχεδόν το 50% του εισοδήματός τους.

Η χαρτογράφηση
Η ανάλυση των δεδομένων από τα exit polls της τελευταίας δεκαετίας δείχνει ότι οι αγρότες είναι από τις πιο «άπιστες» κατηγορίες ψηφοφόρων, αλλάζοντας κατεύθυνση σχεδόν πάντα προς την πλευρά του νικητή. Συγκεκριμένα, το 2015 οι αγρότες είχαν στηρίξει κατά πλειοψηφία τον ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό 34%, ενώ κατά 60% ψήφισαν «Οχι» στο δημοψήφισμα. Αυτό το ποσοστό μειώθηκε στο 26% το 2019 και μόλις στο 13% το 2023. Αντιστοίχως η Νέα Δημοκρατία είδε το ποσοστό της στους αγρότες να αυξάνεται από το 32% το 2015 στο 42% το 2019 και στο 48% το 2023.

Oπως αναφέρει ο κ. Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, οι αγρότες δεν είναι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων. Ο αριθμός τους συνεχώς συρρικνώνεται και πλέον εκτιμάται κάτω από 500.000.
«Ωστόσο, η ψήφος τους έχει μεγάλη ρευστότητα, καθώς είναι στενά συνδεδεμένη με τις κρατικές ενισχύσεις και συνεπώς με τις επιλογές τής εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτή η ρευστότητα καθιστά κομβική την ψήφο τους. Επίσης, η ψήφος των αγροτών έχει μια γεωγραφική συγκέντρωση, σε δύο κυρίως περιφέρειες (Θεσσαλία και Κρήτη), με συνέπεια οι επιλογές τους να καθίστανται εξαιρετικά σημαντικές για την κατανομή των δυνάμεων σε αυτές τις περιοχές», τονίζει.
Σύμφωνα με τον κ. Φίλιππο Σαχινίδη, πρώην υπουργό Οικονομικών και πρώην βουλευτή Λάρισας, μιας κατεξοχήν αγροτικής περιοχής, «δυστυχώς τα κόμματα έχουν χάσει την οργανωτική τους υποδομή και δεν έχουν “διαβάσει” καλά τις κοινωνικές εξελίξεις, την ερημοποίηση της επαρχίας». Oπως τονίζει, «αν θέλουμε να δούμε την ύπαιθρο να παραμένει ζωντανή, τότε απαιτείται άμεσα εκπόνηση περιφερειακής πολιτικής που θα έχει στο επίκεντρό της την ανασύνταξη της γεωργικής πολιτικής».
Οπως περιγράφει ο κ. Γιάννης Βάγκος, αγροτοσυνδικαλιστής από τη Βοιωτία, «τη δεκαετία του ’80 ο κλάδος ήταν πιο πολιτικοποιημένος. Τώρα η ψήφος είναι καιροσκοπική, όπως συμπεριφέρονται οι πολιτικοί στους αγρότες, την ίδια στάση έχουν και οι αγρότες».
Οι επιδοτήσεις είναι για τους αγρότες περίπου το μισό τους εισόδημα και έτσι παίζει καθοριστικό ρόλο στην ψήφο τους. «Μοιράζονται πολλές φορές έτσι ώστε να βοηθηθεί κάποιο κόμμα, να πάρει τους αγρότες με το μέρος του. Για παράδειγμα, στην υπόθεση των βοσκοτόπων, άφησαν μια κερκόπορτα ορθάνοιχτη, ώστε να μπουν να γλυκαθούν με τα χρήματα. Ολα τα χρόνια αυτό γίνεται, αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο τα τελευταία». Οπως τονίζει, υπάρχουν αγρότες που ενδιαφέρονται για ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, να γίνουν τα κατάλληλα έργα υποδομής, όμως αρκετοί είναι και αυτοί που κοιτάνε απλώς «το πώς θα τη βγάλουμε αύριο, γιατί δεν έχουν ούτως ή άλλως καμία εμπιστοσύνη στο κράτος». Αλλωστε, προσθέτει, υπήρχαν και υπουργοί που μεμονωμένα θέλησαν να αλλάξουν πράγματα στον πρωτογενή τομέα, όμως «δεν φτάνει να θέλει ένας υπουργός, πρέπει να τον βοηθήσει η κυβέρνηση».
Ο ίδιος είχε δει το όνομά του να «παίζει» στα media όταν το 2013 είχε παραχωρήσει σε μπλόκο στον Ορχομενό το τρακτέρ του για να μιλήσει ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας. Τον γνώρισε εκείνη τη μέρα όταν κάθισαν μετά για ένα τσίπουρο στο παραδίπλα καφενείο. Tον απογοήτευσε κι αυτός αργότερα, λέει, όταν έγινε πρωθυπουργός.

Σύμφωνα με τον κ. Μόσχο Κορασίδη, γενικό διευθυντή της Εθνικής Eνωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ελλάδας, «στο δίπολο “πολιτική και οικονομία” χτίζονται υγιείς σχέσεις εκλογικού σώματος και κομμάτων, όταν οι πολιτικές αποφάσεις φέρνουν θετικά αποτελέσματα, αλλά και σχέσεις εξάρτησης, όταν με οικονομικά μέτρα γίνεται προσπάθεια επηρεασμού του εκλογικού σώματος. Οι αγρότες δεν αποτελούν εξαίρεση».
Η έγκαιρη και σωστή καταβολή των επιδοτήσεων έχει προφανώς θετικό αντίκτυπο στη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα και κατά συνέπεια και στην επιλογή τους στις εκλογές, αναφέρει και προσθέτει: «Τα πράγματα μπερδεύονται πολύ όταν με εργαλείο τις επιδοτήσεις και τις αποζημιώσεις γίνεται προσπάθεια επηρεασμού των αγροτών από τα κόμματα. Πιο περίπλοκο γίνεται το πρόβλημα όταν αυτή η τακτική αποκτά τοπικό ή τοπικιστικό χαρακτήρα. Η παραγωγική αξιοποίηση των επιδοτήσεων λίγο απασχολεί».
Οι αριθμοί
415 εκατ. ευρώ καλείται να επιστρέψει η Ελλάδα στην Κομισιόν για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ την περίοδο 2016–2023.
532 εκατ. ευρώ είναι το συνολικό ύψος προστίμων που καταλογίστηκαν σε άλλες 16 χώρες της Ε.Ε., σύμφωνα με την απόφαση 2025/1147.
3 δισ. ευρώ ετησίως διαχειριζόταν ο ΟΠΕΚΕΠΕ σε κοινοτικές ενισχύσεις, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 1,5% του ΑΕΠ.
3,8% είναι η συμμετοχή του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ της Ελλάδας.
Αρα, το 40% του αγροτικού ΑΕΠ προέρχεται από επιδοτήσεις.