Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 δεν αποτέλεσε απλώς ένα δραματικό γεγονός στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτή η τραγωδία ήταν ένα ορόσημο που αναδιαμόρφωσε τη γεωπολιτική ισορροπία στη Μέση Ανατολή και καθόρισε την αμερικανική εξωτερική πολιτική τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Το 2025, περισσότερα από είκοσι χρόνια μετά, οι επιπτώσεις των επιθέσεων εξακολουθούν να διαμορφώνουν τον τρόπο που οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλέκονται στην περιοχή, πώς οι περιφερειακές δυνάμεις κινούνται και πώς οι κοινωνίες βιώνουν την καθημερινότητα του πολέμου και της πολιτικής αστάθειας.


Αυτή η φωτογραφία που δημοσιεύθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ στις 18 Σεπτεμβρίου 2001 δείχνει τα συντρίμμια των παραθύρων από την καταστροφή που έπληξε το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη στις 14 Σεπτεμβρίου 2001.EPA PHOTO AFPI/US NAVY PHOTO/PRESTON KERES
Από την 11η Σεπτεμβρίου στον «Πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»
Η άμεση αντίδραση των ΗΠΑ στις επιθέσεις ήταν η κήρυξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», με κύριο στόχο την Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Η ψήφιση της Εξουσιοδότησης για τη Χρήση Στρατιωτικής Δύναμης (AUMF) στις 18 Σεπτεμβρίου 2001 έδωσε στην εκτελεστική εξουσία ευρείες δυνατότητες στρατιωτικής επέμβασης σε χώρες όπου θεωρούσαν ότι υπήρχε τρομοκρατική απειλή, σύμφωνα με το Time Magazine.
Η AUMF αποτέλεσε τη νομική βάση για επιχειρήσεις στο Ιράκ, στη Συρία, στη Σομαλία και στην Υεμένη, επιτρέποντας στους προέδρους να ενεργούν χωρίς ουσιαστική έγκριση του Κογκρέσου — μια κατάσταση που έχει θέσει τα θεμέλια για αμφιλεγόμενες στρατιωτικές ενέργειες.
Παράλληλα, η 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε ριζικά το αμερικανικό σύστημα μετανάστευσης.
Το 2002 ιδρύθηκε το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS), ενώ νέα προγράμματα όπως το NSEERS και το Secure Communities στόχευσαν σε μουσουλμανικές και αραβικές κοινότητες, δημιουργώντας κοινωνικό και πολιτισμικό αποκλεισμό και αμφισβήτηση εμπιστοσύνης προς τις αρχές.


Κολάζ του πολέμου στο Αφγανιστάν (2001–2021), με 7 φωτογραφίες
Ο απολογισμός του πολέμου
Η πραγματική έκταση της ανθρώπινης καταστροφής από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας είναι συγκλονιστική.
Το πρόγραμμα «The Costs of War», σύμφωνα με το Vox, εκτιμά ότι μεταξύ 897.000 και 929.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, την Υεμένη και άλλες ζώνες πολέμου μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Σχεδόν τα δύο τρίτα των θυμάτων ήταν πολίτες ή μέλη συμμαχικών στρατών, ενώ το ένα τρίτο μαχητές της αντιπολίτευσης, όπως χαρακτηρίστηκαν.
Ωστόσο, η πολιτική ταξινόμηση των θυμάτων έχει συχνά χρησιμοποιηθεί για να μειώσει τον αριθμό των θανάτων αμάχων.
Η αμερικανική στρατηγική με drones, όπως υποστηρίζεται σε ρεπορτάζ των New York Times, θεωρούσε στην πράξη όλους τους άνδρες στρατιωτικής ηλικίας σε ζώνες επιθέσεων ως μαχητές, εκτός αν αποδεικνυόταν μεταθανάτια η αθωότητά τους, γεγονός που σήμαινε ότι πολλοί αθώοι σκοτώθηκαν χωρίς να καταγραφούν ως θύματα αμάχων.
Επιπλέον, εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν λόγω των πολέμων, με 38 εκατομμύρια πρόσφυγες μόνο από Ιράκ, Συρία και Αφγανιστάν, ενώ οι αμερικανικές επεμβάσεις συνέβαλαν άμεσα στην άνοδο του ISIS, προκαλώντας νέες μαζικές ανθρωποθυσίες.
November 2001: The Most Gruesome Chapters Of Afghanistan’s Invasion.
How did the Massa¢re of Dasht-i-Leili and Qala-i-Jangi Happen? pic.twitter.com/eVzrPEDc4c
— زماں (@Delhiite_) November 4, 2023
Ακόμα και οι Αμερικανοί στρατιωτικοί πλήρωσαν βαρύ τίμημα, με 15.262 νεκρούς στρατιώτες, πολιτικούς υπαλλήλους και εργολάβους, αλλά συγκριτικά με τις αμέτρητες ζωές αμάχων, η απώλεια αυτή δείχνει την εξωφρενική ασύμμετρη επίδραση του πολέμου.
Η εστίαση αποκλειστικά στην ασφάλεια των ΗΠΑ, όπως συχνά επιχειρηματολογούν οι υπέρμαχοι του πολέμου, αδυνατεί να αποδώσει δικαιοσύνη στο μέγεθος των θανάτων και των καταστροφών που προκάλεσαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στον υπόλοιπο κόσμο.


Ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους χαιρετά τα στρατεύματα και επιθεωρεί στρατιωτικό εξοπλισμό στο Φορτ Χουντ του Τέξας, στις 3 Ιανουαρίου 2003.
Ιστορικές ρίζες και στρατηγική αποσταθεροποίησης
Η αμερικανική εμπλοκή στη Μέση Ανατολή έχει βαθιές ρίζες.
Από τη δεκαετία του 1950, οι ΗΠΑ υποστήριζαν στρατιωτικά και οικονομικά δυνάμεις κατά της σοβιετικής επιρροής.
Η χρηματοδότηση των μουτζαχεντίν τη δεκαετία του 1970, μέσω της Πακιστανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ISI), δημιούργησε ένα κενό εξουσίας που επέτρεψε την εμφάνιση των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα. Παρά την απουσία στρατιωτικής παρουσίας, οι ΗΠΑ είχαν ήδη εμπλακεί τις συγκρούσεις που θα χαρακτήριζαν την περιοχή.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η στρατιωτική εισβολή στο Αφγανιστάν είχε σύμφωνα με τις ΗΠΑ στόχο την ανατροπή των Ταλιμπάν και την καταδίωξη της Αλ Κάιντα.
Η στρατηγική, όμως, συνδύαζε την καταπολέμηση της τρομοκρατίας με την ανοικοδόμηση ενός φιλοαμερικανικού κράτους, χωρίς όμως ουσιαστική πρόοδο στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών.
Η ανισότητα, η διαφθορά και η αδυναμία των θεσμών δημιούργησαν ένα περιβάλλον που επέτρεψε την επανεμφάνιση των Ταλιμπάν τη δεκαετία του 2010.
Η επέκταση της αμερικανικής στρατηγικής στην περιοχή
Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 και η αποσταθεροποίηση της Συρίας επέτρεψαν στο Ιράν να αυξήσει την επιρροή του, δημιουργώντας την λεγόμενη «σιιτική ημισέληνο», σύμφωνα με τον ιστότοπο Qantara.de.
Πρόκειται για την δημιουργία μίας περιοχής σε σχήμα «ημισελίνου» στην οποία κατάφερε να επεκτείνει την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική του επιρροή.


Χάρτης της σιιτικής ημισελήνου από το 2003.
Παρά τις κυρώσεις και τις προσπάθειες περιορισμού των πυρηνικών φιλοδοξιών της Τεχεράνης, η Ιρανική θέση στην περιοχή ενισχύθηκε, γεγονός που συνέβαλε στην ανάπτυξη στρατιωτικών και πολιτικών δυνατοτήτων για μη κρατικούς δρώντες όπως η Χαμάς, που θα διαδραμάτιζαν κεντρικό ρόλο στην κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Λωρίδα της Γάζας το 2023.
Η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στη Συρία, περιορισμένη κυρίως στην καταπολέμηση του ISIS, επέτρεψε σε Ρωσία και Ιράν να στηρίξουν το καθεστώς Άσαντ.
Η αμερικανική πολιτική συνδύαζε στρατιωτικές επιχειρήσεις, κυρώσεις και διπλωματία, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο δίκτυο εξαρτήσεων όπου η σταθερότητα και η ασφάλεια συνδέονται άμεσα με αποφάσεις της Ουάσιγκτον.
Οι μακροπρόθεσμες κοινωνικές συνέπειες
Η χρήση drones, οι αεροπορικές επιδρομές και οι μυστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις δημιούργησαν αίσθηση συνεχούς απειλής στις τοπικές κοινωνίες.
Το 2025, οι Αφγανοί εξακολουθούν να βιώνουν τον «θάνατο από τον ουρανό», ενώ οι προσφυγικές ροές προς τις ΗΠΑ και άλλες χώρες παραμένουν περιορισμένες από γραφειοκρατικά και πολιτικά εμπόδια.
Η στρατηγική των ΗΠΑ δημιούργησε έναν κύκλο βίας, στον οποίο η Χαμάς, οι Ταλιμπάν, η Αλ Κάιντα και άλλες οργανώσεις εκμεταλλεύονται την αστάθεια για να αυξήσουν την επιρροή τους.
Η σύγκρουση Ισραήλ–Γάζας
Το 2023, η κλιμάκωση της βίας στη Λωρίδα της Γάζας κατέδειξε τις συνέπειες της πολυετούς αμερικανικής και διεθνούς στρατηγικής στην περιοχή.
Η ισραηλινή γενοκτονία, με αεροπορικές επιδρομές και χερσαίες επιχειρήσεις, προκάλεσε και συνεχίζει καταστροφή υποδομών και μαζικούς θανάτους αμάχων.
Παράλληλα, εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εκτοπίστηκαν, εντείνοντας την ανθρωπιστική κρίση.


Μαχητές της Χαμάς
Η Χαμάς, ενισχυμένη από τη στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη του Ιράν και άλλων περιφερειακών παραγόντων, απέκτησε δυνατότητες για πιο εξελιγμένα οπλικά συστήματα, καθιστώντας τις διαπραγματεύσεις και την ειρηνευτική διαδικασία ακόμα πιο δύσκολες.
Η αμερικανική στρατηγική «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» και η υποστήριξη κρατών-συμμάχων όπως το Ισραήλ έχουν δημιουργήσει ένα πλέγμα εξουσίας όπου η στρατιωτική επέμβαση και η αποσταθεροποίηση των κρατών συντηρούν έναν κύκλο βίας.
9/11 Happened in Gaza 💔 😭 pic.twitter.com/eQpMYMvM6e
— Shahid Jafry-𓂆🇵🇸 (@iShahidJafry) September 11, 2025
Η 11η Σεπτεμβρίου ως δικαιολογία για στρατιωτικές επεμβάσεις
Η 11η Σεπτεμβρίου δεν ήταν απλώς ένα ιστορικό γεγονός, αλλά η αφετηρία ενός πολυετούς κύκλου στρατηγικών, πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στη Μέση Ανατολή.
Εδραίωσε τη λογική του «προληπτικού πολέμου» δικαιώνει στρατιωτικές ενέργειες με βάση πιθανές απειλές και όχι μόνο άμεσες επιθέσεις.
Η επιρροή της 11ης Σεπτεμβρίου στη Μέση Ανατολή είναι στρατηγική, κοινωνική και πολιτισμική.
Όλα αυτά γίνονται ακόμα πιο εμφανή με τις τελευταίες δηλώσεις του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Με αφορμή τη συμπλήρωση 24 ετών από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, συνέκρινε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της χώρας του με τις ενέργειες των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ισχυριζόμενος ότι η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν για το Ισραήλ μια «δική τους 11η Σεπτεμβρίου».
Στην ομιλία του, ο Νετανιάχου παρουσίασε τις δολοφονίες και στρατιωτικές επιχειρήσεις ως ακριβή αναπαραγωγή των αμερικανικών πρακτικών, παραλείποντας όμως να θίξει τις ηθικές και νομικές αμφιβολίες που συνοδεύουν τέτοιες ενέργειες.
Netanyahu THREATENS Qatar:
Bring ‘terrorists’ to justice, ‘or WE will’
He says Israel’s bombing of Qatar no different to US bombing of Afghanistan after 9/11 pic.twitter.com/YEyktW2HxP
— Yasir Mahmood (@MofaYasir) September 10, 2025
Η αναφορά του στην εξόντωση των «εγκέφαλων» τρομοκρατών αναδεικνύει μια στρατηγική όπου η βία παρουσιάζεται ως νόμιμο και ηθικό μέσο.
Ωστόσο επιλέγει να αγνοήσει την πολυπλοκότητα των αιτιών και το πώς ο συγκεκριμένος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» έχει εξελιχθεί σε μία γενοκτονία.
Η συγκριτική χρήση της 11ης Σεπτεμβρίου ως πρότυπο στρατηγικής υπογραμμίζει πώς τα κράτη συνεχίζουν να χρησιμοποιούν το φόβο και την απειλή της τρομοκρατίας για να νομιμοποιήσουν στρατιωτικές επεμβάσεις, συχνά αδιαφορώντας για τη διεθνή νομιμότητα και τις ανθρωπιστικές συνέπειες.
Η 11η Σεπτεμβρίου, δεν λειτουργεί πλέον μόνο ως ιστορικό γεγονός, αλλά ως εργαλείο πολιτικής και στρατιωτικής δικαιολόγησης, δημιουργώντας έναν επικίνδυνο φαύλο κύκλο.