Ένας 92χρονος άνδρας κρίθηκε ένοχος για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας γυναίκας από το Μπρίστολ στην Αγγλία, σε μια υπόθεση που παρέμενε ανεξιχνίαστη για σχεδόν έξι δεκαετίες.
Η Λουίζα Νταν, 75 ετών, βρέθηκε από έναν γείτονα στραγγαλισμένη στο πάτωμα του σαλονιού της στην οδό Μπρετανία στο Ίστον του Μπρίστολ, στις 28 Ιουνίου 1967, σύμφωνα με το BBC.
Ο καταδικασμένος βιαστής Ράιλαντ Χέντλεϊ κρίθηκε τώρα ένοχος για τη δολοφονία της κυρίας Νταν μετά από δίκη στο Εφετείο του Μπρίστολ.
Ο ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας, ντετέκτιβ Ντέιβ Μαρτσαντ, δήλωσε ότι ο Χέντλεϊ, ο οποίος ήταν 30 ετών όταν σκότωσε την κυρία Νταν, άφησε «μια κληρονομιά δυστυχίας και πόνου».
Παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας που ερεύνησε τον θάνατο της Νταν πριν από 58 χρόνια, δεν εντοπίστηκε κανένας βασικός ύποπτος.
Η αστυνομία συνέλεξε περίπου 19.000 αποτυπώματα από άνδρες και αγόρια της εποχής, χωρίς αποτέλεσμα. Επίσης, πραγματοποίησε περίπου 8.000 έρευνες από σπίτι σε σπίτι και κατέγραψε 2.000 καταθέσεις.
Μόνο όταν η υπόθεση επανεξετάστηκε από την αστυνομία του Έιβον και του Σόμερσετ δεκαετίες αργότερα, η εξέταση DNA από ένα δείγμα που περιείχε σπέρμα συνδέθηκε με τον Χέντλεϊ.
Ο επιθεωρητής Μαρσάντ τον χαρακτήρισε «επικίνδυνο κατά συρροή εγκληματία» με «σοκαριστικό και αποτρόπαιο ιστορικό» και είπε ότι υπήρχε μια αίσθηση «σοβαρότητας» όταν η αστυνομία ενημερώθηκε για το θετικό αποτέλεσμα.
«Πρόκειται για ένα συνδυασμό παλαιών και νέων τεχνικών αστυνόμευσης», είπε.
Ο ντετέκτιβ Μάρτσαντ πρόσθεσε ότι πιστεύεται ότι είναι η παλαιότερη ανεξιχνίαστη υπόθεση που έχει επιλυθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο.


Η δολοφονία της κυρίας Νταν
Η Νταν είχε χηρέψει δύο φορές και ζούσε μόνη, αλλά ήταν πολύ γνωστή στην περιοχή.
Ο Χέντλεϊ κατηγορήθηκε ότι εισέβαλε στο σπίτι της, την κακοποίησε σεξουαλικά και στη συνέχεια την στραγγάλισε.
Τη νύχτα του θανάτου της, οι γείτονες ανέφεραν ότι άκουσαν «τρομακτικές κραυγές» μιας γυναίκας.
Ο επιθεωρητής Μάρτσαντ είπε ότι ένας γείτονας ανησύχησε για πρώτη φορά για κάτι ασυνήθιστο όταν η εφημερίδα που άφησαν για την κ. Νταν δεν είχε μαζευτεί το πρωί της 28ης Ιουνίου 1967.
Μετά τη σύλληψη του Χέντλεϊ, οι εμπειρογνώμονες δακτυλικών αποτυπωμάτων συνέκριναν το αποτύπωμα της παλάμης του με ένα που είχε συλλεχθεί από το πίσω παράθυρο του σπιτιού της κυρίας Νταν, το οποίο ταίριαζε με αυτό του Χέντλεϊ.
Ο Χέντλεϊ είχε προηγουμένως ομολογήσει ότι είχε διαρρήξει τα σπίτια δύο χηρών γυναικών, ηλικίας 84 και 79 ετών, και τις είχε βιάσει στο Σάφολκ τον Οκτώβριο του 1977, σε εγκλήματα που η αστυνομία χαρακτήρισε «τρομακτικά παρόμοια».
Ο Τρέβορ Μέισον, ντετέκτιβ της Ειδικής Υπηρεσίας στο Σάφολκ που κλήθηκε να βοηθήσει στις υποθέσεις του 1977, περιέγραψε τον Χέντλεϊ ως «χειρότερο από ζώο».
Μιλώντας στο Channel 4 News, ο κ. Μέισον είπε ότι αυτό που υπέστησαν οι γυναίκες ήταν «απολύτως φρικτό», προσθέτοντας ότι τα θύματα του Χέντλεϊ ήταν «προφανώς αδύναμα» και «δεν είχαν καμία ελπίδα».
Ο Χέντλεϊ είχε αρνηθεί τόσο τον βιασμό όσο και τη δολοφονία της κ. Νταν, μετά την απαγγελία των κατηγοριών εναντίον του τον Νοέμβριο του 2024.
Η ποινή του για τα δύο εγκλήματα θα ανακοινωθεί την Τρίτη.