Πώς πρέπει να ερμηνεύεται το Σύνταγμα; Με τον ίδιο ή με διαφορετικό τρόπο από έναν κοινό νόμο; Το γράμμα του μετράει όπως αυτό του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να ερμηνεύονται στενά; Ή μήπως η φύση του Συντάγματος ως θεμελιώδους νόμου, με φιλοδοξία να ισχύσει επί μακρόν, επιβάλλει να εφαρμόζονται σε αυτό ιδιαίτεροι ερμηνευτικοί κανόνες;
Κανονικά, τα ερωτήματα αυτά θα έπρεπε να τεθούν σε ένα νομικό σεμινάριο. Η καυτή επικαιρότητα, εντούτοις, και οι αντιδράσεις που προκάλεσε η προταθείσα σύντμηση της διαδικασίας ενώπιον της προανακριτικής επιτροπής του άρθρου 86 του Συντάγματος, επιβάλλουν να απαντηθούν και από τις στήλες μιας εφημερίδας. Πολύ περισσότερο που η «Κ» ήταν εκείνη που πρωτοέθεσε το θέμα, τον περασμένο Φεβρουάριο.
Με τίτλο «Τέμπη: Και όμως υπάρχει λύση για να εκτονωθεί η ένταση», υποστήριξα πράγματι σε άρθρο μου (φ. 9.2.2025) την άποψη ότι η προανακριτική επιτροπή θα μπορούσε να συντμήσει στο ελάχιστο την πολύμηνη και εξ ορισμού τοξική διαδικασία ενώπιόν της και να ζητήσει από την Ολομέλεια της Βουλής την παραπομπή στο δικαστικό συμβούλιο του άρθρου 86 Σ. όλων των εμπλεκόμενων υπουργών. Και τούτο υπό τον όρο ότι θα συμφωνούσαν σε αυτό όλα τα κόμματα (όρο τον οποίο λησμόνησαν να αναφέρουν έκτοτε τόσο η κυβέρνηση όσο και οι επικριτές της άποψής μου). Την ανωτέρω γνώμη, σημειωτέον, είχα υποστηρίξει στην «Κ» από το 2009.
Η αγόρευση του Τρικούπη
Στον συνάδελφο Φίλιππο Σπυρόπουλο, ο οποίος με επιστολή του στην «Κ» προέβαλε ότι θα ήταν αθέμιτο να στερηθεί ο εγκαλούμενος υπουργός το δικαίωμά του να απολογηθεί στην προανακριτική επιτροπή («Κ», 12.2.2025), απάντησα την επομένη, παραθέτοντας απόσπασμα από αγόρευση του Χαρίλαου Τρικούπη, στη Βουλή, το 1891 («Κ», 13.2.2025).
«Εάν εγώ είχον ψήφον επί του θέματος αυτού», τόνιζε ο Μεσολογγίτης πολιτικός, «υπόσχομαι ότι πρώτος ήθελον δώσει αυτήν υπέρ της παραπομπής εμού αυτού και των συναδέλφων, διότι μόνον διά του τρόπου τούτου ήθελεν επιτευχθή όπως αποπλυθή από της Ελλάδος ο ρύπος τον οποίον επέθεσαν επ’ αυτής ασυνείδητοι κατήγοροι. […] Ηκουσα πολλάκις λεγόμενον ότι η Βουλή εν τοις περί ευθύνης ασκεί δικαστικήν εξουσίαν. Τούτο δεν είναι ακριβές. Ασκεί η Βουλή εξουσίαν μετέχουσαν δικαστικού χαρακτήρος· αλλ’ η Βουλή εθεωρήθη υπό του νόμου ως σώμα το οποίον ήθελε διεξαγάγη τούτο το καθήκον αυτού πολιτικώς […]».
Με άλλα λόγια, πριν από 134 χρόνια, ο Τρικούπης ζητούσε να παραπεμφθεί απευθείας στον φυσικό του δικαστή, υποστηρίζοντας ότι η Βουλή δεν λειτουργεί ως δικαστήριο, αλλά ως πολιτικό σώμα. Να είναι τυχαίο ότι οι αντίπαλοί του δεν τόλμησαν τελικά να τον παραπέμψουν;
Η μεγάλη πλειονότητα των συναδέλφων μου που παρενέβησαν το τελευταίο διάστημα στη σχετική συζήτηση παραθέτουν τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 86 Σ. και του νόμου 3126/2003, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν ανεπίτρεπτο να παραμερισθούν. Μερικοί, μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να μιλήσουν και για «καταστρατήγηση» του Συντάγματος, η οποία τάχα αποκλείει την παραπομπή Τριαντόπουλου για κακούργημα, καθώς και τυχόν άλλων εμπλεκόμενων υπουργών, αν προκύψουν στοιχεία σε βάρος τους. Παραβλέπουν, ωστόσο, τη σαφή διάταξη του νόμου που ορίζει, από τη μια, ότι ο αρεοπαγίτης/ανακριτής δεν έχει απλώς την ευχέρεια, αλλά «οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη και κατά συμμετόχων» και, από την άλλη, ότι μπορεί να αναβαθμίσει την κατηγορία αν προκύψουν νέες ενδείξεις (άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3126/2003). Τούτο ισχύει ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι θα πρέπει να ζητήσει από τη Βουλή να επεκτείνει η ίδια την κατηγορία με νεότερη απόφασή της (κάτι που δεν προβλέπει ο νόμος). Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να μιλήσει και για κίνδυνο ακύρωσης της παραπομπής Τριαντόπουλου από το δικαστικό συμβούλιο αν η προανακριτική επιτροπή δεν ασκήσει πλήρως τις αρμοδιότητές της (κάτι όμως απίθανο, γιατί μια τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε ανεπίτρεπτο έλεγχο των εσωτερικών διαδικασιών –interna corporis– της Βουλής).
Επανέρχομαι ωστόσο στο μείζον ζήτημα του πώς πρέπει να ερμηνεύεται το Σύνταγμα. Συνταγματικά, το επιχείρημα των διαφωνούντων θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: Μέχρις ότου το άρθρο 86 αναθεωρηθεί, θα πρέπει να τηρείται ευλαβικά. Διότι διαφορετικά θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και το Σύνταγμα θα χάσει την κανονιστικότητά του. Κατά την επιγραμματική διατύπωση του Ευάγγελου Βενιζέλου, «η μόνη ασφαλής λύση είναι αυτή που πρότεινα, οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεύτερης συνόδου» της παρούσας Βουλής.
Η αναθεώρηση του 2001
Ως βασικός συντάκτης του άρθρου 86 του Συντάγματος, όπως σήμερα ισχύει, ο κ. Βενιζέλος θα έπρεπε να είναι λιγότερο απόλυτος. Διότι, με την αναθεώρηση του 2001, μπορεί μεν να εισήχθησαν δύο σημαντικές καινοτομίες (η κατάργηση του θεσμού του βουλευτή/κατηγόρου και η συμμετοχή στο υπουργοδικείο και συμβούλων Επικρατείας), πλην όμως στα βασικά το άρθρο 86 δεν βελτιώθηκε. Τουναντίον, αντί να εναρμονισθεί με την τάση που σημειωνόταν ήδη από τότε σε όλη την Ευρώπη να «δικαστικοποιείται» η ποινική δίωξη των υπουργικών αδικημάτων, η παραπομπή των υπουργών στο ειδικό δικαστήριο του άρθρου 86 κατέστη ακόμη δυσχερέστερη:
Αναβάθμιση κατηγορίας. Παραβλέπεται η σαφής διάταξη του νόμου που ορίζει, από τη μια, ότι ο αρεοπαγίτης/ανακριτής δεν έχει απλώς την ευχέρεια, αλλά «οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη και κατά συμμετόχων» και, από την άλλη, ότι μπορεί να αναβαθμίσει την κατηγορία.
α) Με το έωλο επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν να παραπέμπεται υπουργός με μικρότερη πλειοψηφία από αυτήν που απαιτείται για να γίνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας εναντίον του (γιατί άραγε;), προβλέφθηκε ότι, αντί της πλειοψηφίας των παρόντων, η πρόταση κατηγορίας θα πρέπει να ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή από 151. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι ο κ. Βενιζέλος, ως εισηγητής τότε της πλειοψηφίας, είχε προτείνει να απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή 180). Ετσι, το 2008, αν και ψήφισαν για την παραπομπή (λόγω χρηματισμού) του Αριστοτέλη Παυλίδη, πρώην υπουργού της Ν.Δ., 146 βουλευτές έναντι 144, ο τελευταίος δεν παραπέμφθηκε. (Τότε, μάλιστα, από φόβο μήπως και άλλοι βουλευτές της Ν.Δ. ψηφίσουν υπέρ της παραπομπής Παυλίδη –αφού η ψηφοφορία είναι μυστική–, συνέβη το εξής πρωτάκουστο: διακόπηκαν πρόωρα οι εργασίες της τακτικής συνόδου της Βουλής, ώστε να μη διεξαχθεί η δεύτερη ψηφοφορία που είχε ζητήσει ο αρεοπαγίτης/ανακριτής, ενόψει νεότερων ευρημάτων.)
β) Η πολυδιαφημισμένη επιμήκυνση του χρόνου της αποσβεστικής προθεσμίας για την παραπομπή υπουργών κατά ένα μόλις έτος, ελάχιστα άλλαζε τα πράγματα, αφού παρέτεινε επ’ αόριστον τη μείζονα εν προκειμένω ανισότητα στην ποινική μεταχείριση των υπουργών έναντι των κοινών πολιτών, δηλαδή τη σύντομη παραγραφή των υπουργικών αδικημάτων. Eπρεπε να έρθει στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ για να καταργηθεί το προκλητικό αυτό προνόμιο, το 2019.
γ) Ως επιστέγασμα αναφέρω την προσθήκη της λέξης «μόνον» στην παράγραφο 1 του άρθρου 86: «Μόνον η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη […]». Και τούτο μπας και τολμήσει κάποιος μελλοντικός κοινός νομοθέτης να εισαγάγει κάποια εξαίρεση. Συμβολικής περισσότερο σημασίας, η «αθώα» αυτή μεταβολή δεν ήταν διόλου τυχαία.
Κοινό χαρακτηριστικό των ανωτέρω μεταβολών ήταν η εντέλει παροχή ακόμη μεγαλύτερης προστασίας στους υπουργούς, σε μιαν εποχή όπου τα πράγματα άλλαζαν άρδην, καθώς οι πολίτες διεκδικούσαν περισσότερη διαφάνεια και λογοδοσία. Θυμίζω ότι μιλάμε για την περίοδο 2008-2010, και λίγο πριν από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, που ανήγγειλε προ της ώρας τις πλατείες και τους «αγανακτισμένους». Για το πόσο ήταν εκτός κλίματος ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα αγόρευσής του για το θέμα, στην αναθεωρητική Βουλή, το 2001:
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το βασικό ζητούμενο είναι να πάψουμε να περιβάλλουμε τον πολιτικό κόσμο της χώρας με ένα τόσο σκοτεινό τεκμήριο ενοχής. Εάν εξακολουθήσει να υπάρχει στην κοινή γνώμη η εντύπωση ότι ο κάθε υπουργός ή πρωθυπουργός και ο κάθε μελλοντικός υπουργός ή πρωθυπουργός, δηλαδή το σύνολο του πολιτικού συστήματος της χώρας, είναι εξ ορισμού υποψήφιος κατηγορούμενος με ειδική εγκληματική ροπή και με βασικό έγκλημα την καταχρηστική άσκηση της εξουσίας, τότε δεν θα έχουμε προσφέρει βοήθεια στην εμπέδωση μιας δημοκρατικής συνείδησης, η οποία είναι περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε αναγκαία» (συνεδρ. 21.2.2001, πρωί).
Από τότε, ο κ. Βενιζέλος έχει βέβαια υποστηρίξει ότι η αρμοδιότητα της Βουλής «πρέπει να διαφυλαχθεί μέχρις ενός αρχικού σημείου: τη διαπίστωση του περιγράμματος της υπόθεσης», ώστε να έρθει «σε πρώιμο στάδιο» η συγκρότηση του δικαστικού συμβουλίου (2011). Σήμερα πάντως φαίνεται να επανέρχεται στην αρχική θέση του. Γιατί άραγε;
Το βέβαιο είναι ότι ο διχασμός που προκάλεσαν τα μνημόνια και ο άοπλος εμφύλιος που επακολούθησε έδειξαν ότι τα προνόμια των πολιτικών και η αδιαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος ήταν από τα βαθύτερα αίτια της μεγαλύτερης ίσως κρίσης που έζησε η ελληνική κοινωνία στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Γι’ αυτό και γρήγορα πήρε ηθικοπολιτικές διαστάσεις.
Τελολογική ή γραμματική ερμηνεία;
Η εμμονή, συνεπώς, στο γράμμα του Συντάγματος και στις προθέσεις της αναθεωρητικής Βουλής του 2001 δεν είναι ο δόκιμος τρόπος για την ερμηνεία του Συντάγματος. Χρειάζεται άραγε να θυμίσω στους δύσπιστους συναδέλφους πόσο υψηλά τοποθετούν τη λεγόμενη «αντικειμενική» ερμηνεία του Συντάγματος, έναντι της «ιστορικής», όλοι οι σύγχρονοι συνταγματολόγοι; Το πόσο, για τους περισσότερους εξ ημών, η γραμματική ερμηνεία του Συντάγματος υποχωρεί μπροστά στην τελολογική; Το γιατί η εμμονή στο γράμμα του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος οδήγησε την κυβέρνηση Καραμανλή στο φιάσκο του «βασικού μετόχου» το 2004; Ή το γιατί η ευρεία ερμηνεία του άρθρου 125 της Συνθήκης της Λισσαβώνας επέτρεψε τον δανεισμό της χώρας μας από τους Ευρωπαίους εταίρους, προτού αυτό επιτραπεί ρητά;
Σε αντίθεση, ως εκ τούτου, με έναν κοινό νόμο, που η αναζήτηση του αληθινού νοήματός του στέκεται προπάντων στο γράμμα του, για την ορθή ερμηνεία του Συντάγματος αναζητούμε προπάντων τον σκοπό που υπηρετεί η ερμηνευόμενη διάταξη. Στις μέρες μας, σκοπός των κρίσιμων διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν είναι, όπως άλλοτε, να αναγνωρισθεί στους πολιτικούς ένα προνόμιο, αλλά αφενός μεν να τους δοθεί η δυνατότητα να υπερασπισθούν τον εαυτό τους από χαλκευμένες κατηγορίες και αφετέρου να μην παραπέμπονται υπουργοί για ψύλλου πήδημα από έναν σχολαστικό δικαστή, ύστερα από κακόβουλες καταγγελίες. Μετά την παραίτηση Τριαντόπουλου, ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με τη μεσολάβηση του δικαστικού συμβουλίου. Δεν τίθεται, ως εκ τούτου, ζήτημα καταστρατήγησης, αλλά ορθής ερμηνείας του Συντάγματος.
Να λοιπόν ένα καλό παράδειγμα εφαρμογής της καθιερωμένης πλέον στις μέρες μας θεωρίας του «ζωντανού κειμένου» (living instrument doctrine). Η αξίωση για ίση μεταχείριση των πολιτικών μας με τους κοινούς πολίτες δεν συνιστά λαϊκισμό, αλλά μείζον ηθικοπολιτικό αίτημα. Το θυμίζω ιδίως στους νεότερους συναδέλφους μου, από τους οποίους θα περίμενα να είναι πιο ευαίσθητοι στα σημεία των καιρών.
Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.
_______________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Πριν από 134 χρόνια, ο Χαρίλαος Τρικούπης ζητούσε να παραπεμφθεί απευθείας στον φυσικό του δικαστή, υποστηρίζοντας ότι η Βουλή δεν λειτουργεί ως δικαστήριο, αλλά ως πολιτικό σώμα. Να είναι τυχαίο ότι οι αντίπαλοί του δεν τόλμησαν τελικά να τον παραπέμψουν;