Είκοσι πέντε χρόνια μετά την είσοδό μας στον 21ο αιώνα, είναι πια σαφές ότι δεν επαληθεύθηκε το «Τέλος της Ιστορίας» όπως το φαντάστηκε ο Φράνσις Φουκουγιάμα μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ το 1989. Επαληθεύθηκε κάτι διαφορετικό, αλλά εξίσου καθοριστικό: το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζαμε, όπως τραγουδούσαν κάποτε οι REM. Οχι ως παύση των συγκρούσεων, αλλά ως κατάρρευση της ιδέας ότι η Ιστορία έχει γραμμική κατεύθυνση, προβλέψιμο νικητή και έναν κόσμο «κλειδωμένο» σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο παγκοσμιοποίησης.
Το εναρκτήριο λάκτισμα του ταραγμένου νέου αιώνα επήλθε με το σοκ της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους το 2001. Μαζί με τα δύο εμβληματικά κτίρια κατέρρευσε η βεβαιότητα ότι είχε σταθεροποιηθεί η μεταψυχροπολεμική «νέα» τάξη πραγμάτων. Η τρομοκρατία και η διαρκής πιθανότητα ενός νέου χτυπήματος εγκαινίασαν μια εποχή ανασφάλειας, επιτήρησης και μόνιμης «έκτακτης ανάγκης». Οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ παρουσιάστηκαν ως επιχειρήσεις αποκατάστασης της τάξης, ενώ ο Σάμιουελ Χάντινγκτον ανασύρθηκε ως προφήτης της αναπόφευκτης, υποτίθεται, «σύγκρουσης μεταξύ των πολιτισμών». Εκ των υστέρων όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν την απαρχή μιας αργής, αλλά σταθερής αμερικανικής φθοράς: υπερέκταση, κόπωση και διάχυση της αμερικανικής ισχύος χωρίς την αντίστοιχη δυνατότητα σταθεροποίησης, γεγονός που ενέτειναν βεβαίως η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση και η κατάρρευση της Γουόλ Στριτ το 2008.
Από εκεί και πέρα, η παγκόσμια ισορροπία άλλαξε με ριζικό τρόπο. Η Κίνα από οικονομικός εταίρος μετατράπηκε σε στρατηγικό γεωπολιτικό ανταγωνιστή, προτείνοντας ένα εναλλακτικό μοντέλο ισχύος όχι υποχρεωτικά συμβατό με τη φιλελεύθερη πολιτική παράδοση. Η δε Ρωσία επανήλθε σταδιακά ως παίκτης με ισχυρή αναθεωρητική ατζέντα – από τις περιφερειακές επιδείξεις ισχύος έως τη Γεωργία, την Κριμαία και τελικά την Ουκρανία. Η Ιστορία δεν επανήλθε ως επανάληψη του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ως διάψευση της μεταψυχροπολεμικής δυτικής αυταρέσκειας.
Η Ευρώπη σε κρίση
Ο μεγάλος πολιτικός σεισμός στην Ευρώπη, ωστόσο, ήρθε από την οικονομία. Το ότι το οικονομικό μοντέλο της παγκοσμιοποίησης παρήγαγε ανισότητες, επισφάλεια και ένα κοινωνικό συμβόλαιο όλο και πιο δύσκολο να τηρηθεί, ήταν ήδη γνωστό. Η ευρωπαϊκή κρίση χρέους όμως –με την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή– έσπασε την υπόσχεση ότι η ολοκλήρωση σημαίνει αυτομάτως πολιτική σύγκλιση, οικονομική προστασία και έναν κοινό ορίζοντα. Από εκεί και πέρα, και με αποκορύφωμα φυσικά το Brexit, η πολιτική αλλά και το ίδιο το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι άρχισαν να μοιάζουν περισσότερο με διαχείριση ζημιών και λιγότερο με την υπόσχεση της εμβάθυνσης της Ενωσης.
Το αποτύπωμα των πρώτων 25 χρόνων του 21ου αιώνα δεν είναι η παρακμή, όπως είπαν κάποιοι· είναι η απώλεια των βεβαιοτήτων ότι η Δύση έχει το μονοπώλιο του μέλλοντος, ότι η οικονομία θα φέρει πολιτική σύγκλιση, ότι οι θεσμοί αρκούν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας.
Με την κατάρρευση των μεγάλων αφηγημάτων, η πολιτική –πιεσμένη από τον επόμενο εκλογικό κύκλο και την επόμενη κρίση, με τελευταία αυτήν της πανδημίας– έχασε την ικανότητα σχεδιασμού στον μακρύ χρόνο. Το παρόν, διογκωμένο από μια συνθήκη μόνιμης έκτακτης ανάγκης, παραμόρφωσε το παρελθόν και κατάπιε το μέλλον. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η σοσιαλδημοκρατία δυσκολεύτηκε να μιλήσει πειστικά για τις ανισότητες χωρίς να συγκρούεται με τους νεοφιλελεύθερους κανόνες που η ίδια αποδέχθηκε. Η Αριστερά διχάστηκε ανάμεσα στη ριζοσπαστική, συχνά ποπουλίστικη, καταγγελία και στη διαχειριστική προσαρμογή.
Η πολιτική μετατοπίστηκε από τα προγράμματα στις ταυτότητες, από το συλλογικό σχέδιο στο προσωπικό αφήγημα και από τον λόγο στην εικόνα. Φαινόμενα που κάποτε έμοιαζαν εξαιρέσεις (ο επιχειρηματίας-πολιτικός, η επικοινωνιακή πολιτική, η πολιτική ως θέαμα) απέκτησαν δομικά χαρακτηριστικά, ενώ οι θεσμοί αντιπροσώπευσης άρχισαν να τρίζουν. Ο Τραμπ αλλά και η Ακροδεξιά διεθνώς εκμεταλλεύθηκαν αυτό ακριβώς το κενό για την άνοδό τους, ενώ ανατροφοδοτήθηκαν από τον «αντισυστημισμό» και τους λεγόμενους «πολιτισμικούς πολέμους». Τέλος, από την εισβολή στην Ουκρανία έως την εθνοκάθαρση στη Γάζα, ο πόλεμος επέστρεψε όχι μόνον ως γεωπολιτικό γεγονός, αλλά ως ηθική δοκιμασία των ίδιων των αξιών που η Δύση επικαλείται, εγείροντας μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τον λόγο ή τις σιωπές της, τις πράξεις της ή την απουσία τους.
Το νέο φάντασμα
Οπως έγραφαν πριν από δέκα χρόνια στο «The History Manifesto» οι Αμερικανοί ιστορικοί Ντέιβιντ Αρμιταζ και Τζο Γκούλντι, «ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την εποχή μας: το φάντασμα του βραχυπρόθεσμου». Το μέλλον έφτασε απότομα –σε μορφή θραυσμάτων– και ο κόσμος άρχισε να χάνει τη συνοχή του. Το αποτύπωμα των πρώτων 25 χρόνων του 21ου αιώνα δεν είναι η παρακμή, όπως είπαν κάποιοι· είναι η απώλεια των βεβαιοτήτων ότι η Δύση έχει το μονοπώλιο του μέλλοντος, ότι η οικονομία θα φέρει πολιτική σύγκλιση, ότι οι θεσμοί αρκούν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, ότι το αύριο είναι υπόσχεση και όχι απειλή. Στη θέση τους αναδύθηκε ένας κόσμος χωρίς πυξίδα, «ρευστός» όπως θα έλεγε και ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, με περισσότερους παίκτες, λιγότερους κανόνες και μεγαλύτερη σύγχυση. Το πιο χαρακτηριστικό αποτύπωμα της εικοσιπενταετίας είναι ακριβώς αυτή η κατάρρευση των χρονικών οριζόντων. Δεν είναι το τέλος της Ιστορίας, αλλά η αφελής άποψη πως εκείνη θα τελείωνε.
*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

