Το βεληνεκές της πυρηνικής αποτροπής του Μακρόν

Κοινοποίηση

Η πρόταση του προέδρου Μακρόν για τη δημιουργία μιας γαλλικής πυρηνικής ομπρέλας ως μέσου αποτροπής εναντίον της Ρωσίας χρήζει περαιτέρω συζήτησης. Η στάση της Ουάσιγκτον στο Ουκρανικό και γενικότερα έναντι της Ευρώπης έχει προκαλέσει αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Μπορεί όντως το Παρίσι να επεκτείνει την πυρηνική του αποτροπή εκτός γαλλικών συνόρων, στο υποθετικό σενάριο που οι ΗΠΑ σταματήσουν να δεσμεύονται για την ασφάλεια της Ευρώπης; Μια σύντομη ιστορική αναδρομή είναι απαραίτητη για να γίνουν κατανοητές ορισμένες αφανείς διαστάσεις του ζητήματος.

Η προσπάθεια της Γαλλίας να αποκτήσει πυρηνικά όπλα ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από την ντροπιαστική ήττα της χώρας το 1940. Οσες αμφιβολίες υπήρχαν για τη συνέχιση του προγράμματος διαλύθηκαν μετά την εκτόξευση πυρηνικών απειλών από τη Μόσχα στην κρίση του Σουέζ, το 1956. Ο ιδρυτής της Πέμπτης Δημοκρατίας στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ τελικά πιστώθηκε τη δημιουργία της γαλλικής πυρηνικής δύναμης κρούσης (Force de frappe).


Στο βιβλίο του «Αποτροπή και στρατηγική» (1964), ο κορυφαίος στρατηγιστής Αντρέ Μποφρέ περιέγραψε τη γαλλική πυρηνική στρατηγική με σαφήνεια. Χάρη στα πυρηνικά όπλα, καμία μεγάλη στρατιωτική δύναμη δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να απειλήσει και, πολύ περισσότερο, να νικήσει τη χώρα. Αυτή η διαπίστωση αφορούσε όμως για πρακτικούς λόγους τη μητροπολιτική Γαλλία και όχι τις πολλές υπερπόντιες κτήσεις της. Αυτή η αδυναμία ίσως εξηγεί γιατί το Παρίσι δεν έδειξε την παραμικρή πρόθεση να συνεισφέρει με το πυρηνικό του οπλοστάσιο στην άμυνα της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό ήταν καθαρά υπόθεση των ΗΠΑ, οι οποίες διέθεταν τα μέσα και τη βούληση για να προστατεύσουν τους Ευρωπαίους συμμάχους από μια δυνητική πυρηνική επίθεση.

Η πρόταση είναι καλοδεχούμενη, αλλά στερείται ρεαλισμού. Το Παρίσι δεν έχει παραπάνω από 300 πυρηνικές κεφαλές, την ώρα που η Μόσχα εξακολουθεί να κατέχει περισσότερες από 5.000.

Πολλά έχουν αλλάξει, φυσικά, από τότε. Η πρόταση Μακρόν είναι καλοδεχούμενη, αλλά στερείται ρεαλισμού. Αυτή τη στιγμή, η Γαλλία δεν διαθέτει αρκετές πυρηνικές κεφαλές για να προστατεύσει ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το Παρίσι δεν έχει παραπάνω από 300 πυρηνικές κεφαλές, την ώρα που η Μόσχα εξακολουθεί να κατέχει περισσότερες από 5.000. Σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, έστω με τεράστιες απώλειες, η Μόσχα δύναται να νικήσει σε έναν πυρηνικό πόλεμο εναντίον της Γαλλίας.

Αν η γαλλική ηγεσία αποφασίσει να επεκτείνει την πυρηνική αποτροπή της στην υπόλοιπη Ευρώπη, θα πρέπει να είναι έτοιμη να κλιμακώσει μέχρι το τέλος. Ωστόσο, το στρατηγικό πλεονέκτημα της ρωσικής πλευράς μπορεί να υπονομεύσει την αξιοπιστία της γαλλικής πυρηνικής αποτροπής. Μια χώρα που διατηρεί ένα σχετικά μικρό πυρηνικό οπλοστάσιο για ιδία προστασία πολύ δύσκολα θα διακινδυνέψει να θυσιάσει το Παρίσι ή μια άλλη γαλλική πόλη, για να προστατέψει φέρ’ ειπείν το Ταλίν και τη Βαρσοβία. Αυτό το γνωρίζει το Κρεμλίνο.


Η πρόταση Μακρόν σχετίζεται καθαρά με τις διαπραγματεύσεις που εξελίσσονται τώρα μεταξύ Ευρωπαίων και Αμερικανών, αλλά και ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Στέλνει κατ’ αρχάς ένα ηχηρό μήνυμα προς τη διοίκηση Τραμπ ότι το Παρίσι επιθυμεί να παίξει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας. Αν και δεν έχει τις δυνατότητες να αντικαταστήσει την υφιστάμενη αμερικανική πυρηνική ομπρέλα, ο Γάλλος πρόεδρος έτσι διακηρύττει την προτίμησή του για τον δύσκολο δρόμο της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Πρόκειται, λοιπόν, για κίνηση υψηλού συμβολισμού. Ταυτόχρονα, το Παρίσι χρησιμοποιεί τα πυρηνικά του σαν ένα διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία και την Πολωνία, που κάνουν τους δικούς τους σχεδιασμούς για μια Ευρώπη χωρίς αμερικανικές αμυντικές δεσμεύσεις. Τέλος, η πρόταση Μακρόν στοχεύει σε ένα εσωτερικό ακροατήριο που δυσφορεί με την υποβάθμιση της γαλλικής επιρροής στην Ευρώπη και στον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για την πυρηνική αποτροπή στην Ευρώπη έχει ανοίξει και πλέον καλείται και η Ελλάδα να πάρει θέση.

Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London. Το βιβλίο του «Αποτροπή και άμυνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα