Τοπίο χωρίς προηγούμενο | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Κοινοποίηση

Στο μέσο της δεύτερης τετραετίας της Ν.Δ. το πολιτικό σκηνικό παρουσιάζει μεγάλη ρευστότητα με μόνη «σταθερά» ότι η πρώτη θέση του κυβερνώντος κόμματος στις επόμενες εκλογές θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να απειληθεί. Μάλιστα, τα υφιστάμενα δεδομένα παραπέμπουν σε συσχετισμούς, ανάλογοι των οποίων δεν έχουν υπάρξει κατά τη μνημονιακή και μεταμνημονιακή περίοδο, αλλά και νωρίτερα: Στην παρούσα συγκυρία δεν υφίσταται ισχνός δικομματισμός, όπως μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 όταν η Ν.Δ. βρέθηκε στο 29% και ο ΣΥΡΙΖΑ στο 26%, καθώς η Ν.Δ. προηγείται της Πλεύσης Ελευθερίας με διαφορά μεγαλύτερη των δέκα ποσοστιαίων μονάδων. Επίσης, το σκηνικό δεν μπορεί να περιγραφεί ως εκείνο του «ενάμισι κόμματος».

Η Ν.Δ. αποτελεί κεντρικό πυλώνα του πολιτικού συστήματος, αλλά ο δεύτερος μεταβάλλεται διαρκώς μετά τις εκλογές του 2023. Μέχρι και την ευρωκάλπη του περασμένου Ιουνίου τη δεύτερη θέση καταλάμβανε ο ΣΥΡΙΖΑ, στη συνέχεια, μετά την επανεκλογή Ανδρουλάκη, τον προσπέρασε το ΠΑΣΟΚ και πλέον βρίσκεται στα χέρια της Ζωής Κωνσταντοπούλου που όμως είναι αμφίβολο ότι θα μπορέσει να τη διατηρήσει επί μακρόν, δεδομένων και των έντονα αντισυστημικών χαρακτηριστικών του κόμματος του οποίου ηγείται.


Τέλος, ούτε η έννοια του «κυρίαρχου» κόμματος στις πολιτικές επιστήμες αποτυπώνει με ακρίβεια το τρέχον πολιτικό σκηνικό, καθώς ναι μεν η πρώτη θέση της Ν.Δ. δεν αμφισβητείται, αλλά τα ποσοστά της –περί το 24%-25% στην πρόθεση ψήφου– απέχουν από τον πήχυ της αυτοδυναμίας. Ακριβώς αυτό το ποσοστό αποτελεί, εξάλλου, και τη σημαντικότερη πηγή προβληματισμού εντός της Ν.Δ. παρά τη δημοσκοπική της άνοδο τον προηγούμενο μήνα.

Η Ν.Δ., όπως λέγεται, έχει ανακάμψει μόνο μερικώς, καθώς βρίσκεται κάτω από το ποσοστό του 26%, στο οποίο είχε βρεθεί τον περασμένο Ιανουάριο, πριν δηλαδή τη μεγάλη «βουτιά» στην οποία την οδήγησαν τα συλλαλητήρια για την τραγωδία των Τεμπών, ενώ συγκεκριμένοι ποιοτικοί δείκτες αποτυπώνουν «κόπωση» τμήματος των ψηφοφόρων μετά την εξαετή παραμονή της στην εξουσία. Πάντως, η Ν.Δ. διαθέτει τρία ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των κομμάτων της αντιπολίτευσης στην πορεία προς τις προσεχείς κάλπες είτε διεξαχθούν στο τέλος της τετραετίας ή λίγους μήνες νωρίτερα, προκειμένου, έστω μέσω διπλών εκλογών, να υπερβεί τον πήχυ της αυτοδυναμίας.

Πρώτον, αναμένεται να είναι σε θέση να αναδείξει εκείνη τα διλήμματα της αναμέτρησης καθώς δεν διαφαίνεται εναλλακτικός πόλος διεκδίκησης εξουσίας, αλλά και να εκμεταλλευθεί τυχόν διατήρηση του υφιστάμενου εξαιρετικά ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος. Δεύτερον, θα έχει σημαντικά περιθώρια συσπείρωσης της εκλογικής της βάσης και, τέλος, μπορεί να επενδύσει σε θετικά οικονομικά μέτρα, τα οποία, όπως κατέδειξαν οι πρόσφατες εξαγγελίες για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, τους ενοικιαστές και τους χαμηλοσυνταξιούχους, έχουν και πολιτικό αποτύπωμα. Βεβαίως, στον αντίποδα, ως κυβέρνηση η Ν.Δ. μπορεί να εισπράξει σημαντικό κόστος από κάποιο «τυχαίο» γεγονός κατά το υπόλοιπο της θητείας της.


Μέγγενη ενόψει για το ΠΑΣΟΚ

Μέχρι τις προσεχείς εκλογές το ΠΑΣΟΚ, παρά τη δημοσκοπική υποχώρηση των τελευταίων μηνών, δύσκολα θα μετακινηθεί από τη ρητορική της αυτόνομης πορείας: Η συγκεκριμένη στρατηγική αποτέλεσε τη «σημαία» με την οποία επανεξελέγη στην ηγεσία ο Ν. Ανδρουλάκης. Επίσης, η διολίσθηση του ΠΑΣΟΚ στην τρίτη θέση στις έρευνες της κοινής γνώμης απομακρύνει τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης από θέση ισχύος με τα άλλα κόμματα της Κεντροαριστεράς, ενώ η προοπτική δημιουργίας εκλογικού «μετώπου» μαζί τους πιθανότατα θα πυροδοτούσε φυγόκεντρες τάσεις στη Χαριλάου Τρικούπη.

Το κρίσιμο ερώτημα, ως εκ τούτου, είναι κατά πόσο ενδεχόμενη παραμονή του ΠΑΣΟΚ στην τρίτη θέση, πίσω από την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα επηρέαζε τη στάση του στη ζήτημα των συνεργασιών, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας της Ν.Δ. Ορισμένοι θεωρούν πως εάν το ΠΑΣΟΚ είναι τρίτο, και πλέον δεν υφίσταται η προοπτική διεκδίκησης της εξουσίας από τη Ν.Δ. στο ορατό μέλλον, θα τεθεί εκ των πραγμάτων ζήτημα συνεργασίας μαζί της για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Σε διαφορετική περίπτωση, λέγεται, το ΠΑΣΟΚ θα μετατραπεί σε «ΚΚΕ του Κέντρου».


Οι περισσότεροι, πάντως, εκτιμούν πως εάν το ΠΑΣΟΚ όντως καταγραφεί στις προσεχείς εκλογές ως τρίτο κόμμα με χαμηλά ποσοστά περί το 13%-15%, όπως στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η παραμονή του στα έδρανα της αντιπολίτευσης θα είναι το ισχυρότερο σενάριο: Η συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση συνεργασίας δεν θα γινόταν με όρους ισχυρού εταίρου, αλλά ενός κοινοβουλευτικού «παρακολουθήματος» της Ν.Δ., όπως ήταν εν πολλοίς οι ΑΝΕΛ στις κυβερνήσεις του Αλ. Τσίπρα. Επίσης, η κυβερνητική σύμπραξη με τη Ν.Δ. θα πυροδοτούσε φυγόκεντρες τάσεις, εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Τέλος, όπως επισημαίνεται, εάν το ΠΑΣΟΚ όντως πραγματοποιήσει «χαμηλή πτήση», το πιθανότερο είναι –καθώς οι μετακινήσεις ψηφοφόρων του από και προς τη Ν.Δ. είναι συνεχείς– ο Κυρ. Μητσοτάκης να επιχειρήσει να το «συμπιέσει» περαιτέρω, οδηγώντας τη χώρα σε δεύτερες κάλπες. Στην περίπτωση, πάντως, κατά την οποία το ΠΑΣΟΚ ανακάμψει, επιστρέψει στη δεύτερη θέση και υπερβεί καθαρά το 15% την όποια απόφαση για πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες θα την λάβει προσωπικά ο Ν. Ανδρουλάκης. Το ερώτημα όμως θα είναι και πάλι εάν σ’ αυτή θα τον ακολουθήσει σύσσωμη η Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ.

Η έκλειψη των μικρών

Μια από τις διαφοροποιήσεις του πολιτικού σκηνικού τους τελευταίους μήνες, η οποία έχει περάσει «κάτω από τα ραντάρ», είναι ότι τείνει να μεταβληθεί το σκηνικό των πιθανών μετεκλογικών συνεργασιών σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας της Ν.∆. στις προσεχείς εκλογές. Η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου, που δεν μεταφέρει τα «βάρη» της Ελληνικής Λύσης και θα μπορούσε να θεωρηθεί δυνητικός κυβερνητικός εταίρος της Ν.∆. τον περασμένο Ιανουάριο συγκέντρωνε στην πρόθεση ψήφου ποσοστό 5% (Pulse).

Θα εξέλεγε δηλαδή περισσότερους από 15 βουλευτές. Επίσης, το Κίνημα Δημοκρατίας του Στ. Κασσελάκη που εκτιμάται ότι θα ήταν δυνατόν να μετάσχει σε κάποιας μορφής κυβέρνηση συνεργασίας συγκέντρωνε 3,5% και διασφάλιζε τουλάχιστον 10 έδρες. Πλέον όμως και τα δύο κόμματα, σύμφωνα με την έρευνα της Pulse του Απριλίου, καταγράφονται μόλις στο 2,5% και με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα θα δώσουν μάχη με αβέβαιη έκβαση προκειμένου να υπερβούν το 3% και να εκπροσωπηθούν στην επόμενη Βουλή, περιορίζοντας σημαντικά τη βεντάλια των πιθανών συνεργασιών προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα