Μετά έξι χρόνια απουσίας, ο Ερντογάν απέκτησε επιτέλους τη συνάντησή του στον Λευκό Οίκο με τον Τραμπ. Κατά τη διάρκεια των δύο ωρών και 20 λεπτών τέθηκαν διάφορα ζητήματα. Το πιο κρίσιμο ήταν η αγορά και η αναβάθμιση αμερικανικής κατασκευής μαχητικών αεροσκαφών. Ο Τραμπ δεν δεσμεύθηκε στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά ήταν σαφής στην πίεσή του προς την Τουρκία να αποφύγει την αγορά ρωσικών ορυκτών καυσίμων. Παρότι Τούρκοι σχολιαστές υποβάθμισαν αυτή την απειλή, το καθεστώς φάνηκε να την αντιλαμβάνεται, καθώς ο Ερντογάν ανακοίνωσε ενεργειακές συμφωνίες-μαμούθ.
Δύο σημαντικές ενεργειακές συμφωνίες υπεγράφησαν στη συνάντηση: μια 20ετής συμφωνία 43 δισ. δολαρίων για αγορές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και μια συμφωνία για πολιτική πυρηνική συνεργασία που αφορά μικρούς αντιδραστήρες. Πρόκειται για μια νέα εξέλιξη, καθώς η Αγκυρα δεν είχε ποτέ στο παρελθόν τις ΗΠΑ ως βασικό προμηθευτή ενέργειας, γεγονός που δείχνει την προθυμία της να «εξαγοράσει» τον Τραμπ σε σχέση με την ενδεχόμενη αγορά αεροσκαφών. Επιπλέον, η ενεργειακή συμφωνία αποσκοπούσε να δείξει στην αμερικανική κυβέρνηση την αφοσίωση της Τουρκίας, χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι, καθώς η Αγκυρα εξαρτάται και από τη Μόσχα.
Στην πραγματικότητα, περίπου το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Τουρκίας προέρχεται από τη Ρωσία, ενώ το μερίδιο της Τουρκίας στις εξαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου ανέρχεται σε περίπου 6% σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα στοιχεία δείχνουν σημαντικό επίπεδο εξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. Η ροή φυσικού αερίου, ιδίως, θα είναι δύσκολο να διακοπεί, για να μη μιλήσουμε για το πολιτικό κόστος έναντι της Μόσχας. Το ίδιο ισχύει και για την πολιτική πυρηνική συνεργασία με τις ΗΠΑ, όσο η Rosatom κατασκευάζει στο αμφιλεγόμενο σημείο του Ακούγιου, κοντά στη Μερσίνη –περιοχή που θεωρείται σεισμογενής–, το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο της Τουρκίας. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι το ατέρμονο διπλό παιχνίδι της Αγκυρας με τη Μόσχα αφενός και με τις δεσμεύσεις της στο ΝΑΤΟ αφετέρου πλησιάζει γρήγορα σε αδιέξοδο μέσα από την εμπορική, συναλλακτική προσέγγιση του Τραμπ.

Στο θέμα της Συρίας, οι δύο πλευρές επανέλαβαν την υποστήριξή τους στους νέους ηγέτες της Δαμασκού με επικεφαλής τον Αχμέντ αλ Σάρα, αλλά το πείσμα της Αγκυρας να ζητάει από τις ΗΠΑ τη διάλυση των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), που αριθμούν 100.000 άνδρες και διοικούνται από Σύρους Κούρδους, δεν εισακούστηκε από τον Τραμπ. Η Αγκυρα βρίσκεται στριμωγμένη από τη σθεναρή υποστήριξη του Πενταγώνου προς τις SDF, οι οποίες θεωρούνται βασικός παράγοντας στην καταπολέμηση του ISIS. Εδώ, ο ρόλος και η επιρροή του Τομ Μπάρακ, πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αγκυρα και ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ για τη Συρία, είναι καθοριστικοί παράγοντες. Ο Μπάρακ δεν υπέκυψε ποτέ στις μη ρεαλιστικές απαιτήσεις της Αγκυρας, οι οποίες προέβλεπαν, εκτός από την εξαφάνιση των SDF, και τη δημιουργία ενός ολοκαίνουργιου στρατού στη Συρία, εκπαιδευμένου και εξοπλισμένου από την Τουρκία! Αντίθετα, πλέον υπάρχουν υψηλές προσδοκίες ότι οι SDF θα ενσωματωθούν στις εσωτερικές και στις εξωτερικές δομές ασφαλείας της Συρίας έως το τέλος του έτους.
Ενα άλλο θέμα, το οποίο έθεσε ο Ερντογάν, ήταν η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης στην Κωνσταντινούπολη, που έκλεισε από τις τουρκικές αρχές το 1971. Η Σχολή αποτελεί ένα από τα βασικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Τουρκία αντιστεκόταν στην επαναλειτουργία της επικαλούμενη γραφειοκρατικά εμπόδια. Τώρα όμως η Αγκυρα φαίνεται πρόθυμη να προχωρήσει, ποντάροντας στην ευαισθησία της κυβέρνησης Τραμπ σε θρησκευτικά ζητήματα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο πρώτος Τούρκος υπήκοος που έγινε επισήμως δεκτός από τον Τραμπ, μόλις λίγες ημέρες πριν από τον Ερντογάν, ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Συνολικά, η συνάντηση υπήρξε επιχειρηματικού χαρακτήρα, όπως πάντα με τον Τραμπ αλλά και με τον Ερντογάν. Οι δύο άνδρες, ως έμπειροι αυταρχικοί ηγέτες, κατανοούν και εκτιμούν ο ένας τον άλλον. Ο Τραμπ μάλιστα έκανε ένα συγκαλυμμένο πείραγμα όταν είπε: «Ξέρει για τις νοθευμένες εκλογές καλύτερα από οποιονδήποτε», αναφερόμενος στις εκλογές που ο ίδιος έχασε το 2020, αλλά έμμεσα και στον Ερντογάν, του οποίου το ιστορικό εκλογικών παρατυπιών είναι πλούσιο!
* Ο κ. Τσενγκίζ Ακτάρ είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στη Σχολή Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το τελευταίο βιβλίο του εκδόθηκε στα ελληνικά με τίτλο «Το τουρκικό άχθος» (εκδ. Επίμετρο, 2021).