Τον συστηματικό τρόπο με τον οποίο η Ουάσιγκτον εργάστηκε παρασκηνιακά για να πετύχει την αποκλιμάκωση στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας περιγράφει στην «Κ» ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου στην κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «κάθε φορά που ξέσπαγαν κρίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ξεκαθαρίζαμε στην Αγκυρα ότι θέλαμε να χαμηλώσει την ένταση και να επανέλθει σε μια λιγότερο συγκρουσιακή συμπεριφορά».
Ο κ. Σάλιβαν χαρακτηρίζει τη διμερή αμυντική σχέση ΗΠΑ – Ελλάδας μια από τις ισχυρότερες στον κόσμο και εκφράζει την ικανοποίησή του για τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην Κύπρο την τελευταία δεκαετία. Ο ίδιος –ο ισχυρότερος παράγοντας διαμόρφωσης και άσκησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία τέσσερα χρόνια– ανησυχεί βαθύτατα, όπως λέει, τόσο για το ρήγμα στις διατλαντικές σχέσεις όσο και για τις προσπάθειες επίτευξης ειρήνης στην Ουκρανία, μέσω της παράδοσής της στον Πούτιν.

– Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής σας συγκροτήσατε μια από τις ισχυρότερες διατλαντικές συμμαχίες, κυρίως λόγω της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία. Τώρα αυτό το οικοδόμημα φαίνεται πως έχει καταρρεύσει. Πόσο ανησυχείτε για το πρωτοφανές ρήγμα στη διατλαντική σχέση;
– Oταν φύγαμε από τον Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου, οι συμμαχίες της Αμερικής ήταν ισχυρότερες από ποτέ και το ΝΑΤΟ δυνατότερο και πιο ενωμένο από κάθε άλλη φορά. Η ισχύς της συμμαχικής απάντησης στην εισβολή της Ρωσίας απέδειξε γιατί το ΝΑΤΟ –μια συμμαχία 75 ετών– εξακολουθεί να έχει κρίσιμο ρόλο σήμερα. Εχουν περάσει σχεδόν οκτώ εβδομάδες από τότε που έφυγα από τον Λευκό Οίκο και θέλω να είμαι προσεκτικός στην κριτική μου, δεν θέλω να είμαι αιχμηρός. Ομως δεν μπορώ να κρύψω τη μεγάλη ανησυχία μου για τον τρόπο με τον οποίο η νέα κυβέρνηση διαχειρίζεται τις διατλαντικές σχέσεις. Είναι πολύ ανησυχητικό να βλέπω ανθρώπους να επιδίδονται σε βαθύτατα καταστροφικές συμπεριφορές. Συμπεριφορές που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ και τον πυρήνα του εθνικού χαρακτήρα μας. Φαίνεται πως βαδίζουμε προς τη λάθος κατεύθυνση σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως για παράδειγμα στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε στους εταίρους και στους συμμάχους μας. Στο εάν η Αμερική πρέπει να υιοθετήσει μια νοοτροπία μηδενικού αθροίσματος, μέσω της οποίας θα τιμωρεί τους στενότερους φίλους της για να βγαίνει κερδισμένη. Πιστεύω στη βασική αρχή ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να έχουν μια θετική στάση, η οποία να λειτουργεί προς όφελος του αμερικανικού λαού και ταυτόχρονα να εξασφαλίζει και το ευρύτερο κοινό συμφέρον. Ο τρόπος για να κάνουμε την Αμερική πιο ασφαλή είναι να παραμείνουμε δεσμευμένοι στις συμμαχίες μας και μέσω της συνεργασίας να αντιμετωπίζουμε από κοινού τις απειλές για να οικοδομήσουμε έναν καλύτερο κόσμο.
– Μιλήσατε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται πια εταίροι και σύμμαχοι. Πώς βλέπετε όσα συμβαίνουν στο θέμα της Ουκρανίας;
– Ο Τραμπ και ο Βανς προσπαθούν να μετατρέψουν την πολιτική των ΗΠΑ για την Ουκρανία σε μια επιλογή μεταξύ ειρήνης και πολέμου. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που ισχύει εδώ. Εδώ έχουμε μια επιλογή μεταξύ πραγματικής ειρήνης, που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της στήριξης της Ουκρανίας σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, και ψευδούς ειρήνης, που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της παράδοσής της στον Πούτιν. Ανησυχώ για τις επιπτώσεις μιας ειρήνης κατά την οποία η χώρα θα παραδοθεί στον Πούτιν. Και ανησυχώ όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά για την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Πούτιν μπορεί να σταματήσει την επιθετικότητά του για λίγο, αλλά οι προθέσεις του θα γίνουν πολύ χειρότερες σύντομα. Η ηγεσία της Κίνας θα εκλάβει μια τέτοια ειρήνη ως πράσινο φως για την Ταϊβάν. Οι φίλοι και οι σύμμαχοί μας θα σταματήσουν να μας εμπιστεύονται και να μας πιστεύουν, και η Αμερική θα μείνει μόνη της στο διεθνές περιβάλλον. Το ηθικό και στρατηγικό κόστος θα είναι τεράστιο. Υπάρχει καλύτερος τρόπος για την επίτευξη ειρήνης. Η διατήρηση της στήριξης της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης και η ταυτόχρονη στήριξή της στο τραπέζι σκληρών –και βασισμένων σε αρχές– διαπραγματεύσεων. Σε ένα τραπέζι στο οποίο η Ουκρανία θα πρέπει να έχει θέση. Αυτός ο δρόμος –παρά τα όσα έχουν συμβεί– είναι ακόμη ανοιχτός.

– Σε αυτό το περιβάλλον που διαμορφώνεται σήμερα, ποιες είναι οι προοπτικές για την ενότητα και τη συνοχή του ΝΑΤΟ;
– Προς το παρόν δεν είναι σαφές τι ακριβώς θα κάνει ο πρόεδρος Τραμπ σε σχέση με το ΝΑΤΟ, πώς θα προχωρήσει και τι είδους ρήγμα θα δούμε τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Θα μπορούσε να είναι πολύ βαθύ ή λιγότερο βαθύ. Θα το δούμε. Πιστεύω όμως ότι υπάρχουν σημαντικά στοιχεία της διατλαντικής σχέσης που θα παραμείνουν αμετάβλητα. Και υπάρχουν βασικά στοιχεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που δεν θα αλλάξουν τόσο όσο θα περίμενε κανείς, όπως ζητήματα που σχετίζονται με την Κίνα, με τη δημιουργία διαφοροποιημένων και ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού παγκοσμίως ή με την προσπάθεια διαχείρισης του ζητήματος της Μέσης Ανατολής. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρήσουν τους βασικούς πυλώνες που ισχυροποίησαν το συμμαχικό σύστημά μας τα τελευταία χρόνια, τότε μπορεί οι αλλαγές κάποιες στιγμές για ορισμένους συμμάχους να είναι δυσάρεστες, αλλά το σύστημα θα συνεχίσει να υφίσταται.
Τιμωρούμε τους φίλους Φαίνεται πως βαδίζουμε προς λάθος κατεύθυνση σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως π.χ. στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε στους εταίρους και στους συμμάχους μας.
– Θα ήθελα να στραφώ λίγο στη γειτονιά μου, και είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της θητείας σας αναδείξατε την Ελλάδα ως σημαντικό παράγοντα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και στην περιοχή γενικότερα. Πιστεύετε ότι αξιοποιήσατε πλήρως το κεφάλαιο Ελλάδα ή υπάρχουν πράγματα που θα είχατε κάνει διαφορετικά αν δεν υπήρχε η ανάγκη τήρησης περιφερειακών ισορροπιών;
– Κάναμε, πράγματι, πολλά βήματα για να εμβαθύνουμε τη σχέση μας με την Ελλάδα, με την οποία οι ΗΠΑ διατηρούν μια από τις ισχυρότερες διμερείς αμυντικές σχέσεις στον κόσμο. Διευρύναμε σημαντικά τη συνεργασία στον τομέα της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας, παρείχαμε αεροσκάφη F-35, τα οποία θα της δώσουν ένα ποιοτικό πλεονέκτημα στον τομέα της αεράμυνας, εργαστήκαμε για την επέκταση χρήσης της βάσης της Σούδας και του στρατηγικού λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, και υποστηρίξαμε σθεναρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη για σταθεροποίηση και βελτίωση των σχέσεων με την Αγκυρα. Δεν κάναμε λιγότερα από όσα θα μπορούσαμε να κάνουμε στη σχέση μας με την Ελλάδα. Αντίθετα οδηγήσαμε αυτή τη σχέση σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο.

– Θα επιμείνω γιατί υπάρχει η αίσθηση ότι η υποστήριξή σας προς την Ελλάδα ήταν μερικές φορές ανεπαρκής. Για παράδειγμα, ενώ οι ΗΠΑ υπερασπίζονταν χωρίς περιστροφές την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και το διεθνές δίκαιο της θάλασσας στη Νότια Σινική Θάλασσα, δεν καταδίκασαν ποτέ ανοιχτά το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» της Τουρκίας ή τη συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου. Μας εξηγείτε λίγο την αντίφαση;
– Εργαστήκαμε συστηματικά στο παρασκήνιο για να στηρίξουμε την προσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σε συνεννόηση πολλές φορές με την ελληνική κυβέρνηση. Αυτές οι προσπάθειες οδήγησαν στη σταθεροποίηση της σχέσης –σε κάποιο βαθμό– και δημιούργησαν ορισμένες ευκαιρίες για σοβαρές συζητήσεις με την Αγκυρα, οι οποίες με τη σειρά τους βοήθησαν στη μείωση των εντάσεων. Για παράδειγμα, σήμερα υπάρχει μια ενεργή συζήτηση στην Τουρκία για την προοπτική επαναλειτουργίας της Σχολής της Χάλκης, ένα βασικό ζήτημα που στήριξε πολύ η κυβέρνησή μας ως ζήτημα αρχής και θρησκευτικής ελευθερίας, και κάτι που δεν υπήρχε στο τραπέζι πριν από 4-5 χρόνια. Να σας θυμίσω επίσης ότι κάθε φορά που ξέσπαγαν κρίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ξεκαθαρίζαμε στην Aγκυρα ότι θέλαμε να χαμηλώσει την ένταση και να επανέλθει σε μια λιγότερο συγκρουσιακή συμπεριφορά.
– Είπατε πριν για τα F-35 που εγκρίνατε να δοθούν στην Ελλάδα και θα ήθελα να ρωτήσω γιατί προχωρήσατε στην πώληση των F-16 στην Τουρκία, χωρίς να επιβάλετε αυστηρότερους όρους; Επρόκειτο για αντάλλαγμα λόγω Σουηδίας ή ελήφθησαν υπόψη και άλλες στρατηγικές παράμετροι;
– Ως μέρος της μακροχρόνιας σχέσης ασφαλείας που διατηρούμε με την Τουρκία, τους πουλάμε συστηματικά πλατφόρμες όπλων για να ενισχύσουμε τη συλλογική άμυνα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Είχαμε τις ανησυχίες και τις διαφωνίες μας με την Τουρκία και λάβαμε μέτρα για να αντιμετωπίσουμε και τις ανησυχίες και τις διαφωνίες. Μπορούμε να τα κάνουμε και τα δύο ταυτόχρονα. Και να εκφράζουμε τις ανησυχίες μας και να διασφαλίζουμε την απρόσκοπτη διαλειτουργικότητα του ΝΑΤΟ.

–Συνοδεύσατε τον –τότε αντιπρόεδρο– Τζο Μπάιντεν στην Κύπρο το 2014 ως σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας και μία δεκαετία αργότερα βρεθήκατε στο Οβάλ Γραφείο όταν έγινε η συνάντηση με τον πρόεδρο Χριστοδουλίδη. Τα τελευταία δέκα χρόνια η Κύπρος έχει ενισχύσει τον στρατηγικό ρόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο και έχει εδραιώσει τον δυτικό προσανατολισμό της. Πώς βλέπετε το μέλλον της στο ευρύτερο περιφερειακό και διατλαντικό πλαίσιο;
– Στην Κύπρο έχουν πράγματι συντελεστεί τεράστιες αλλαγές –ένας τεράστιος μετασχηματισμός– την τελευταία δεκαετία, όπως λέτε. Η κυβέρνησή μας έκανε πολλά σημαντικά βήματα για την ενίσχυση της διμερούς σχέσης και αναβάθμισε την Κύπρο σε βασικό εταίρο, για παράδειγμα μέσω της στενής συνεργασίας στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα. Από την πλευρά της η Κύπρος έλαβε ορισμένα σοβαρά μέτρα για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες για το ξέπλυμα χρήματος και το κράτος δικαίου, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για μεγαλύτερες δυτικές επενδύσεις. Στον τομέα της άμυνας, η ψήφιση του EastMed Act το 2019 δημιούργησε το νομικό πλαίσιο για να αρχίσουμε επιτέλους να παρέχουμε αμυντικό υλικό στην Κύπρο, κάτι που ελπίζουμε να συνεχιστεί και με τη νέα κυβέρνηση. Η Κύπρος έχει θεμιτή ανάγκη απόκτησης αμυντικών δυνατοτήτων και οι ΗΠΑ μπορούν να ικανοποιήσουν αυτή την ανάγκη. Η χώρα βρίσκεται επίσης σε καλό δρόμο για να ενταχθεί στο Πρόγραμμα Απαλλαγής από Βίζα. Με λίγα λόγια θα σας πω ότι η ουσία είναι η εξής: σήμερα η Κύπρος και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιο κοντά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην Ιστορία τους, και αυτό είναι κάτι για το οποίο είμαστε πολύ περήφανοι.
_____________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Ο Τζέικ Σάλιβαν με τον Τζο Μπάιντεν, κατά την προεδρία του οποίου υπηρέτησε ως σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας. Ο έμπειρος διπλωμάτης διαπιστώνει «καταστροφικές συμπεριφορές» για τις διατλαντικές σχέσεις από την πλευρά της σημερινής αμερικανικής κυβέρνησης. [Eric Lee / The New York Times]