Για 100 και πλέον χρόνια οι ΗΠΑ συμμετείχαν σε όλες σχεδόν τις συνθήκες ειρήνης στην Ευρώπη. Με αφορμή όμως τη σημερινή συνάντηση της Αλάσκας, η Ουάσιγκτον μπορεί να βρεθεί περισσότερο ως θεατής παρά ως συμμετέχων στην κατάληξη ενός ευρωπαϊκού πολέμου. Είναι αυτό όμως μια υπερβολή για χάρη ενός συγκεκριμένου αφηγήματος.
Άρθρο της Wall Street Journal το οποίο υπογράφει ο καθηγητής Ιστορίας Μίχαελ Κιμμάγκε, φαίνεται πως κρατάει πάρα πολύ μικρό καλάθι για τη συνεννόηση Βλαντιμίρ Πούτιν και Ντόναλντ Τραμπ.
«Οι πιθανότητες επιτυχίας της συνόδου για την επίτευξη ειρήνης στην Ουκρανία είναι μικρές» υπογραμμίζει. Ο λόγος είναι «η αγάπη του Πούτιν για την ασάφεια και την καθυστέρηση» στις διαπραγματεύσεις σε συνδυασμό με τη «δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης Τραμπ να μειώσει τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ευρώπη».
«Ως αποτέλεσμα, η σύνοδος είναι πιθανότερο να παρατείνει τον πόλεμο παρά να τον τερματίσει — ενδεχομένως ακόμη και να συμβάλει στην ήττα της Ουκρανίας».
Η αδυναμία του Τραμπ να φέρει ειρήνη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το παρελθόν των ΗΠΑ, υποστηρίζει ο Κιμμάγκε. «Η ιστορία δείχνει ότι οι ΗΠΑ έχουν καταφέρει να τερματίσουν πολέμους στην Ευρώπη όταν συμμετείχαν οι ίδιες ή τουλάχιστον είχαν επιδείξει στρατιωτική υπεροχή».
Ο Τραμπ δεν είναι Ουίλσον
Για την ιστορία λοιπόν, ο Γουίλσον βρέθηκε στις Βερσαλλίες μαζί με τους ηγέτες της Βρετανίας και της Γαλλίας επειδή τα αμερικανικά στρατεύματα είχαν συμβάλει στην ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τρούμαν μοιράστηκε το επίκεντρο των ειρηνευτικών συνομιλιών με τον Στάλιν, του οποίου οι στρατιές κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Ευρώπης, θυμίζει ο Κιμμάγκε.
Στη συνέχεια, σημειώνει ότι τη δεκαετία του 1990, οι ΗΠΑ μπορούσαν να διαμορφώσουν το μέλλον της Ευρώπης επειδή η αδιαμφισβήτητη νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο τις είχε καταστήσει τη μοναδική υπερδύναμη. Για να τερματίσει τους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ο Χόλμπρουκ κάλεσε τους εκπροσώπους της Σερβίας, της Κροατίας και της Βοσνίας να διαπραγματευτούν σε αμερικανική αεροπορική βάση στο Ντέιτον του Οχάιο, στέλνοντας σαφές μήνυμα για την ισχύ της αμερικανικής αεροπορίας. Το μήνυμα έγινε κατανοητό.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, αντίθετα, η Ουάσιγκτον έχει βοηθήσει το Κίεβο με την παροχή όπλων αλλά απέφυγε να εμπλακεί απευθείας στις μάχες. Τώρα, οι ΗΠΑ σκοπεύουν να τερματίσουν τη χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία, όπως είχε σημειώσει και ο Τζ. Ντ. Βανς στις 10 Αυγούστου. Για την κυβέρνηση Τραμπ, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν αποτελεί ευκαιρία για ενίσχυση της αμερικανικής ισχύος, αλλά για μείωσή της, αναθέτοντας την άμυνα της ΕΕ στους Ευρωπαίους.
Εφόσον οι ΗΠΑ είναι πολύ απομακρυσμένες από το μέτωπο και έχουν περιορισμένη επιρροή για να εξαναγκάσουν τη Ρωσία σε συμβιβασμό, οι χώρες που είναι πιθανότερο να τερματίσουν τον πόλεμο είναι η Ουκρανία και οι Ευρωπαίοι εταίροι της.
Η μισή αλήθεια
Μπορεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία να είναι παράνομη, αλλά ο Ιστορικός στην ανάλυσή του διατυπώνει ιστορικές ανακρίβειες:
Λέει χαρακτηριστικά ότι «Μπορεί να έρθει η στιγμή που ο Πούτιν θα παραδεχθεί ότι η Ρωσία δεν μπορεί να κατακτήσει ολόκληρη την Ουκρανία — τον αρχικό στόχο της εισβολής του 2022…».
Ωστόσο, δεν αυτό δεν αληθείει, Όπως έχει σημειώσει πλειστάκις ο Αμερικανός καθηγητής Πολιτικών Επιστημών, Τζον Μιρσχάιμερ: Για να κατακτήσουν χώρες όπως η Ουκρανία και τα κράτη της Βαλτικής […] θα απαιτούσε έναν τεράστιο στρατό, και αυτό θα απαιτούσε μια οικονομική βάση που η σύγχρονη Ρωσία δεν έχει ούτε κατά διάνοια» είχε πει στο New Yorker και αυτό ο Πούτιν το γνωρίζει άριστα.
«Οι πολεμικοί του στόχοι υπερέβαιναν την κατάληψη εδαφών: επιδίωκε να ασκήσει άμεσο έλεγχο στην Ουκρανία ή τουλάχιστον να αποκτήσει δικαίωμα βέτο στις επιλογές εξωτερικής πολιτικής του Κιέβου».
Υπενθυμίζεται ότι οι ίδιοι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν ρίξει το βάρος της ευθύνης στην Ουάσιγκτον. Για παράδειγμα, ο Τόμας Γκράχαμ, ο άνθρωπος που χρημάτισε ειδικός σύμβουλος του Τζορτζ Μπους και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ, έχει υποστηρίξει ότι το σχέδιο του Πούτιν δεν ήταν να κοντράρει τις ΗΠΑ, αλλά να συνεργαστεί μαζί τους. «Ο Πούτιν ήταν πεπεισμένος ότι οι στενοί δεσμοί με την εξέχουσα δύναμη του κόσμου θα επικύρωναν την αξία της ίδιας της Ρωσίας». Τα πράγματα χειροτέρευαν όταν η Δύση άρχισε να επεκτείνεται βάζοντας χέρι και στην Ουκρανία.
Η Δύση δεν είναι καθόλου άμοιρη των ευθυνών της για τις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής του Κιέβου. Μη ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ οργάνωσαν την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης στην Ουκρανία το 2014 χάρη στις ενέργειες της Βικτώρια Νόλαντ και Τζέφρι Πάιατ, όπως έχουν σημειώσει και δυτικοί αναλυτές.
Ποιός δεν ήθελε ειρήνη μετά το 2014;
«Ο Πούτιν έχει χρησιμοποιήσει στο παρελθόν τις διαπραγματεύσεις προς όφελός του. Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας ξεκίνησε το 2014, με την προσάρτηση της Κριμαίας και την εισβολή στην ανατολική Ουκρανία» αναφέρει ο ιστορικός. «Το 2014–15, ο Πούτιν σύναψε συμφωνίες με την Ουκρανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, δεχόμενος να αποσυρθεί από ουκρανικά εδάφη (πλην Κριμαίας) με αντάλλαγμα αυτόνομο καθεστώς για τις κατεχόμενες περιοχές» συμπλήρωσε. «Τα επόμενα χρόνια» συνεχίζει ο Ιστορικό, ο»ι Ρώσοι διπλωμάτες συμμετείχαν σε αμέτρητες συναντήσεις για την εφαρμογή των συμφωνιών αυτών, και μέχρι το 2021 η Γαλλία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ είχαν αποκαταστήσει κανονικές σχέσεις με τη Ρωσία. Όμως, η Ρωσία δεν απέσυρε ποτέ τους στρατιώτες της από την Ουκρανία. Η διπλωματική παράσταση του Πούτιν ήταν απλώς στάση αναμονής, προοίμιο της μεγάλης εισβολής του 2022».
Ωστόσο, ξεχνά ότι οι συμφωνίες του Μίνσκ είχαν παραβιαστεί από τους ίδιους του Ουκρανούς και Δυτικούς. Τόσο η πρώην καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, όσο και ο πρώην Γάλλος πρόεδρος Φρανσουάλ Ολάντ παραδέχτηκαν ότι με το Μινσκ οι Ουκρανοί κέρδισαν χρόνο για να προετοιμαστούν. «Η Συμφωνία του Μινσκ 2014 ήταν μια προσπάθεια να δοθεί χρόνος στην Ουκρανία. Χρησιμοποίησε αυτόν τον χρόνο για να γίνει ισχυρότερη…» είχε πει η Μέρκελ στη DIE ZEIT. «Ναι, η Μέρκελ έχει δίκιο σ’ αυτό… Τα Μινσκ σταμάτησαν για λίγο τη ρωσική προέλαση… είναι προς τιμήν των Μινσκ ότι έδωσαν αυτή την ευκαιρία στον ουκρανικό στρατό» συμπλήρωσε ο Ολάντ μιλώντας στην Kyiv independent.
Ακόμα και μετά τη ρωσική εισβολή όμως, οι Δυτικοί τίναξαν στον αέρα τις προσπάθειες για διαπραγμάτευση. Λίγο πριν λήξει το 2023, ο ίδιος πρώην αν. υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Oleksandr Chalyi, που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, ανέφερε ότι ο Ρώσος πρόεδρος προσπάθησε ειλικρινά να κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να συνάψει συμφωνία με την Ουκρανία. Λίγες μέρες ο πρώην Σύμβουλος του Γραφείου του Προέδρου της Ουκρανίας, Ολεξίι Αρεστόβιτς, υποστήριξε και ο ίδιος ότι οι διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας θα μπορούσαν να είχαν αποδώσει νωρίτερα στη διαδικασία. Ωστόσο, οι Ουκρανοί την τελευταία στιγμή έκαναν πίσω.
«Οι ΗΠΑ είναι ευρωπαϊκή δύναμη»
Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί έχουν βάλει προ πολλού χέρι στην Ουκρανία, ενώ έχουν παραδεχτεί ότι την βοηθάνε γιατί αποσκοπούν να αποσπάσουν τους πολύτιμους πόρους της. Ενδεικτικά το 28% των ουκρανικών χωραφιών πέρασε σε… δυτικά χέρια.
Στο άρθρο των Wall Street Journal υποστηρίζεται ότι ο Πούτιν θέλει την παράταση του πολέμου. Ωστόσο, δύσκολα θα ήθελε κάτι τέτοιο ένας ηγέτης, από τη στιγμή που δέχεται μεγάλες απώλειες. Ο Τζέφρι Ρόμπερτς, μέλος της Ιρλανδικής Βασιλικής Ακαδημίας και ιστορικό στο University College Cork, ο οποίος ειδικεύεται στη σοβιετική διπλωματική και στρατιωτική ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει εξηγήσει πολύ καλά γιατί ο Πούτιν θέλει τη λήξη του πολέμου.
Τέλος ο ιστορικός αναφέρει ότι «οι ΗΠΑ είναι ευρωπαϊκή δύναμη, στο κέντρο της συμμαχίας του ΝΑΤΟ». Οι γνώσεις γεωγραφίας είναι αναγκαίες, ακόμα και σε μια κακή προπαγάνδα.