Ξανά «φαγούρα» για τον εκλογικό νόμο

Κοινοποίηση

Φόρτωση Text-to-Speech…

Ιδιαίτερα προβληματισμένος από την υφιστάμενη ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού, που μάλιστα αναμένεται να επιταθεί με τη δημιουργία νέου κόμματος από τον Αλέξη Τσίπρα και ενδεχομένως από τους Αντώνη Σαμαρά και Μαρία Καρυστιανού, φέρεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μάλιστα, ορισμένοι συνομιλητές του δεν αποκλείουν ο πρωθυπουργός να επανεξετάσει το επόμενο διάστημα τη στάση του αναφορικά με το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου, που παραμένει τα τελευταία χρόνια σταθερά αρνητική. Πάντως, κατά τις ίδιες πηγές, εάν ο Κυρ. Μητσοτάκης κινηθεί στην κατεύθυνση τροποποίησης του εκλογικού νόμου, δεν θα το πράξει άμεσα, αλλά τους πρώτους μήνες του 2026 για δύο λόγους: Πρώτον, μέχρι τον προσεχή Μάρτιο θα έχει καταστεί πιο «καθαρό» το πολιτικό τοπίο αναφορικά με τους βασικούς «παίκτες» της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αλλά και η δυναμική που μπορεί να αναπτύξει στην πορεία προς τις προσεχείς κάλπες η Ν.Δ. Θα είναι δυνατόν να εκτιμηθεί, δηλαδή, με μεγαλύτερη ασφάλεια εάν μετά τις προσεχείς εκλογές θα είναι εφικτός ο σχηματισμός κυβέρνησης –αυτοδύναμης ή συνεργασίας– ή εάν η χώρα μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με το φάσμα της ακυβερνησίας. Δεύτερον, η αλλαγή του εκλογικού νόμου θα μπορεί να συνδυαστεί με μια ευρύτερη παρέμβαση στο πολιτικό σύστημα, καθώς την ίδια περίοδο αναμένεται να εκκινήσει η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Με δεδομένο ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης απορρίπτει μια μείζονα παρέμβαση στην εκλογική νομοθεσία, όπως για παράδειγμα η υιοθέτηση του γερμανικού μοντέλου –θεωρεί ότι δεν είναι συμβατό με την ελληνική πολιτική κουλτούρα–, οι πιθανές αλλαγές που θα μπορούσαν να εξετασθούν είναι «πεπερασμένες»: Κατάργηση του κλιμακωτού μπόνους για το πρώτο κόμμα με επαναφορά σε κάποια παραλλαγή του μοντέλου Παυλόπουλου που έδινε 50 έδρες στον νικητή των εκλογών, προσμέτρηση της διαφοράς μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος, και αύξηση του ορίου για είσοδο στη Βουλή από το 3% στο 5%. Πάντως, παρότι εντός και στις παρυφές του Μεγάρου Μαξίμου υπάρχουν θιασώτες της αλλαγής του εκλογικού νόμου, διατυπώνεται ισχυρή και η αντίθετη άποψη. Οπως λέγεται, τα όποια οφέλη θα έχει η Ν.Δ. από τη συγκεκριμένη παρέμβαση θα εξανεμιστούν από την απώλεια της «θεσμικότητας» που διακρίνει τον Κυρ. Μητσοτάκη καθ’ όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργικής θητείας του.

Το δύσκολο μπλόκο στα μπλόκα

Δύσκολη –αλλά και κρίσιμη– πολιτική άσκηση συνιστά για την κυβέρνηση η διαχείριση του «αγροτικού ζητήματος» που έχει οξυνθεί ιδιαίτερα λόγω των καταστροφικών συνεπειών του «Daniel», του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και της ευλογιάς των αιγοπροβάτων. Οπως λέγεται χαρακτηριστικά, το Μέγαρο Μαξίμου καλείται να αντιμετωπίσει μια παραλλαγή της τραγωδίας των Τεμπών, καθώς «στη βάρδιά της βγήκαν στην επιφάνεια παθογένειες δεκαετιών», αλλά στον αγροτικό τομέα. Η κυβέρνηση στοχεύει να διαθέσει σε αγρότες και κτηνοτρόφους περί το 1 δισ. μέχρι το τέλος του χρόνου, αλλά με σαφώς αυστηρότερα κριτήρια, καθώς πλέον κάθε εκταμίευση πόρων μπαίνει στο μικροσκόπιο της Κομισιόν. Συγκεκριμένα, στόχος είναι οι αγρότες να λάβουν 600-700 εκατ. ευρώ εντός του Νοεμβρίου, αλλά αφού πραγματοποιηθούν διασταυρωτικοί έλεγχοι από την ΑΑΔΕ. Τα συγκεκριμένα ποσά της λεγόμενης προκαταβολής βασικής ενίσχυσης οι αγρότες τα λάμβαναν τον Οκτώβριο και η καθυστέρηση αποτελεί μία από τις αφορμές της τρέχουσας αναταραχής. Παράλληλα, στα σκαριά βρίσκεται η νέα ΚΥΑ που θα απελευθερώσει τις ενισχύσεις προς τους κτηνοτρόφους, η οποία όμως θα επιτρέπει πλέον τη δήλωση βοσκοτόπων μόνο σε όμορες –και όχι νησιωτικές– περιοχές, τερματίζοντας το «πάρτι» ετών στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν στόχο μέσω της διοχέτευσης των ανωτέρω πόρων να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ο επερχόμενος χειμώνας να σημαδευθεί από μπλόκα στις εθνικές οδούς. Ομως, ακόμη και εάν αυτό καταστεί δυνατό, το πολιτικό πρόβλημα για τη Ν.Δ. στον αγροτικό χώρο, όπου στις προηγούμενες εκλογές είχε κυριαρχήσει, παραμένει: Οι έλεγχοι θα είναι εφεξής ασφυκτικοί. Ουσιαστικά, ο πρωτογενής τομέας όλο το 2026 θα βρίσκεται σε φάση μεγάλης μετάβασης που δύσκολα δεν θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις κάλπες, ειδικά σε Θεσσαλία και Κρήτη, ενώ κρίσιμο θεωρείται εάν οι διαμαρτυρόμενοι αγρότες θα κινηθούν προς τη λεγόμενη αντισυστημική ψήφο ή σε άλλα πιο ανταγωνιστικά προς τη Ν.Δ. κόμματα.

Συριζαϊκά βαρίδια και βαρύτητα

Αντίστροφα μετράει ο χρόνος για το επόμενο βήμα του Αλέξη Τσίπρα στην πορεία δημιουργίας νέου φορέα, καθώς μέχρι τα τέλη του μήνα αναμένεται το βιβλίο του, που προεξοφλείται πως θα πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις για τα κυβερνητικά πεπραγμένα της περιόδου 2015-19, αλλά και για τα τεκταινόμενα επί προεδρίας του στον ΣΥΡΙΖΑ. Το σκηνικό εντός του οποίου ο Αλ. Τσίπρας επανεμφανίζεται στην κεντρική πολιτική σκηνή εμπεριέχει, πάντως, δύο «αντιφάσεις»: Η πρώτη είναι ότι ο πρώην πρωθυπουργός ευνοείται από την κατάσταση που επικρατεί σε Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, αλλά ενδεχομένως όχι από εκείνη στον ΣΥΡΙΖΑ. Η Ν.Δ. εμφανίζεται «παγιδευμένη» σε ποσοστά κάτω του 30% και σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζει δυναμική ανάλογη εκείνης του 2019 και του 2023. Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ παραμένει καθηλωμένο στις δημοσκοπήσεις με ορατό τον κίνδυνο ενός νέου κύκλου εσωστρέφειας. Στον αντίποδα, όμως, πρόβλημα μπορεί να αποτελέσει για τους σχεδιασμούς του Αλ. Τσίπρα το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσίας «παραδίδεται» με την τελευταία απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας. Οπως λέγεται, για τον πρώην πρωθυπουργό είναι κρίσιμο «με κάποια μορφή ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να υπάρχει ως πολιτικό υποκείμενο», καθώς σε διαφορετική περίπτωση το δικό του εγχείρημα δεν θα είναι δυνατόν να εμφανιστεί ως «τομή» με το παρελθόν. Η δεύτερη «αντίφαση» έχει ως σημείο αναφοράς τα πρόσωπα που θα αντλήσει από την Κουμουνδούρου ο πρώην πρωθυπουργός. Είναι προφανές από τη σύνθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου του ινστιτούτου του ότι ο Αλ. Τσίπρας θέλει να επενδύσει στο «νέο»: Ομως, εκλογική μάχη δεν γίνεται να δοθεί χωρίς πολιτικά πρόσωπα και αυτά δεν είναι εύκολο να στρατολογηθούν εκτός του υφιστάμενου σκηνικού. Υπενθυμίζεται ότι πριν από τις εκλογές του 2023 –παρότι οι συσχετισμοί ήταν σαφώς ευνοϊκότεροι για τον Αλ. Τσίπρα– τα νέα πρόσωπα που μπόρεσε να φέρει στη «βιτρίνα» του ΣΥΡΙΖΑ ο πρώην πρωθυπουργός ήταν η Πόπη Τσαπανίδου, ο Ευάγγελος Αποστολάκης, η Ελενα Ακρίτα και η Ράνια Θρασκιά. Δηλαδή, στελέχη που ανεξαρτήτως των ικανοτήτων τους δεν διέθεταν μεγάλο πολιτικό βάρος.

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα