«Ξοδέψτε περισσότερα, καλύτερα, ευρωπαϊκά» – Μπορεί η Ευρώπη να γίνει ασφαλής χωρίς τις ΗΠΑ;

Κοινοποίηση

«Δεν πρόκειται για ρήξη, αλλά για αναγκαία προσαρμογή», είχε διακηρύξει ο Σαρλ ντε Γκωλ το 1966, ανακοινώνοντας τότε την πρόθεση της Γαλλίας να αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και να κάνει το πυρηνικό αποτρεπτικό σύστημά της στρατηγικά ανεξάρτητο από τις ΗΠΑ, προβλέποντας ένα μέλλον όπου η αμερικανική υποστήριξη μπορεί να μην είναι εγγυημένη για τη χώρα του και για την Ευρώπη.

Σχεδόν έξι δεκαετίες μετά, οι φόβοι αυτοί επιβεβαιώνονται στην εποχή Τραμπ 2.0.

Παγιδευμένη σε μια «μέγγενη» μεταξύ μιας νεο-ιμπεριαλιστικής Αμερικής και της αναθεωρητικής Ρωσίας, η Ευρώπη είναι περιθωριοποιημένη από τις διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, που μαίνεται για τέταρτο χρόνο στα εδάφη της Γηραιάς Ηπείρου.

Αισθάνεται επίσης οιονεί «ορφανή» από την αμερικανική συμμαχική προστασία, καθώς οι ΗΠΑ εστιάζουν στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού (βλέπε Κίνα) και ο Ντόναλντ Τραμπ αμφισβητεί ανοιχτά το εύρος χρήσης του Άρθρου 5 περί συλλογικής άμυνας στο ΝΑΤΟ, ενόσω διαπραγματεύεται με τον Βλαντίμιρ Πούτιν την επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία.

Για να αποφύγει μια «προοπτική ευτυχούς υποτελείας», όπως χαρακτηριστικά προειδοποίησε προ ημερών ο Ιταλός πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα, η Ευρώπη σπεύδει να επανεξοπλιστεί, δημιουργώντας παράλληλα μια ευρύτερη -χωρίς τις ΗΠΑ- «συμμαχία των προθύμων» για την μεταπολεμική Ουκρανία.

Σε επίπεδο ΕΕ, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρουσίασε σχέδιο πέντε σημείων για τον επανεξοπλισμό, κόστους έως και 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, εν αναμονή της δημοσιοποίησης της «Λευκής Βίβλου» για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας και της νέας συνόδου κορυφής των «27», στα τέλη αυτής της εβδομάδας.

Η Ευρώπη και ο Καναδάς σχεδιάζουν στο μεσοδιάστημα την επόμενη ημέρα στο ΝΑΤΟ, χωρίς τις ΗΠΑ στο επίκεντρο για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Αλλά ο δρόμος αυτός φαντάζει πολύ μακρύς…

Ο αναθεωρητισμός της δεύτερης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ φέρνει τεκτονικές αλλαγές στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη (Reinhard Krause/Reuters)

Η Ευρώπη εξοπλίζεται, η εξάρτηση από τις ΗΠΑ παραμένει

Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, αυξήθηκαν όχι μόνο οι παραδόσεις όπλων στο Κίεβο, αλλά και οι εισαγωγές από τα ευρωπαϊκά κράτη του ΝΑΤΟ.

Αριθμούν 30 από τα συνολικά 32 μέλη της Συμμαχίας. Εξ αυτών, τα 23 είναι μέρος της ευρωπαϊκής «οικογένειας» των «27».

Νέα στοιχεία του ινστιτούτου SIPRI δείχνουν ότι τα τελευταία πέντε χρόνια -εκ των οποίων τα τρία εν μέσω του πολέμου- το 64% όλων των αγορών όπλων από τις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ προήλθε από τις ΗΠΑ.

Την περίοδο μεταξύ 2015 και 2019, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 52%.

Αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών συμμάχων όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Ιταλία, εισάγουν όπλα σχεδόν αποκλειστικά από τις ΗΠΑ.

Αυτός ο βαθμός εξάρτησης από την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ, αποτελεί μια τεράστια πρόκληση για τη νέα κούρσα εξοπλισμών, στην οποία επιδίδεται τώρα η ΕΕ.

Στόχος, αναφέρεται, είναι η προώθηση συνεργατικών προμηθειών όπλων στις τάξεις των «27» και η ευθυγράμμιση μεγάλης κλίμακας ευρωπαϊκών αμυντικών έργων.

Στο «κάδρο» βρίσκονται από την αεροπορική και πυραυλική άμυνα, έως την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης και τον ηλεκτρονικό πόλεμο.

Ήδη, από οικονομικής και υλικοτεχνικής άποψης, οι 30 ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ υπερτερούν από κοινού έναντι της Ρωσίας.

Όμως όσον αφορά στην παροχή στρατιωτικών πληροφοριών μέσω δορυφόρων, η εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ γίνεται εμφανής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα πανάκριβα αμερικανικά μαχητικά F-35.

Η προηγμένη τεχνολογία τους και η ικανότητά τους να εκτελούν ευέλικτες αποστολές τα καθιστούν αναμφισβήτητο πλεονέκτημα στους αιθέρες.

Αποτελεί όμως αντικείμενο έντονων συζητήσεων -πέρα από το μεγάλο κόστος- το ενδεχόμενο εξ αποστάσεως απενεργοποίησης επιχειρησιακών ικανοτήτων τους από τις ΗΠΑ, όπως π.χ. της τεχνολογίας stealth.

Από το γαλλικό Rafale έως το κοινοπρακτικό Eurofighter Typhoon, η Ευρώπη έχει ήδη εναλλακτικές για τη διαφοροποίηση των στόλων.

Παραμένει ωστόσο ακανθώδες το θέμα των πυρομαχικών.

Στη «μέγγενη» μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, η Ευρώπη μπαίνει σε μια νέα, ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών (Photo: pixabay)

Νεο-ψυχροπολεμικές ρευστές ισορροπίες

Ηγετικό ρόλο στην στρατηγική αυτονόμηση της Ευρώπης έχουν αναλάβει η Γαλλία και η Βρετανία του Brexit, αμφότερες πυρηνικές δυνάμεις και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Στο προσκήνιο έρχεται εν τω μεταξύ ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, που -αν και ένθερμος ατλαντιστής- έχει δηλώσει τη δέσμευσή του για «ανεξαρτησία».

Κεντρικό ρόλο διεκδικεί και η Πολωνία -μέλος του λεγόμενου «Τριγώνου της Βαϊμάρης» με τη Γαλλία και τη Γερμανία- η οποία διαθέτει από τους πιο ισχυρούς στρατούς ξηράς και θεωρείται κομβική στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

«Χρυσή ευκαιρία» σε αυτή τη συγκυρία βλέπει εν τω μεταξύ η αναθεωρητική Τουρκία.

Αν και «επιτήδειος ουδέτερος», προωθείται ως απαραίτητος εταίρος.

Έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ, με εμπειρία μάχης.

Έχει επίσης ανεπτυγμένη αμυντική βιομηχανία, που αναζητά πελάτες.

Όμως οι πλείστες όσες μονομερείς ενέργειές της -από τις χερσαίες εισβολές στη Συρία, μέχρι τα «παζάρια» με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ- αποτελούν κάκιστο προηγούμενο.

Και ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος ποια στάση θα τηρούσε η ηγεσία της Τουρκίας -κατοχικής δύναμης στην Κύπρο και στη Συρία- στο ενδεχόμενο μελλοντικής ρωσικής επίθεσης στην Ευρώπη.

Πρόκειται για ένα υποθετικό, αλλά ίσως όχι και τόσο μακρινό σενάριο, σύμφωνα τουλάχιστον με ορισμένες ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες.

Έτεροι κίνδυνοι ενόψει

Προσώρας, το μεγάλο ερώτημα είναι το πόσο θα διαρκέσει η διαδικασία επανεξοπλισμού των Ευρωπαίων, ώστε να είναι ικανοί να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Στο μεσοδιάστημα ωστόσο μπορεί να προκύψουν έτεροι σοβαροί κίνδυνοι, επισημαίνουν τρεις Ευρωπαίοι ακαδημαϊκοί σε κοινό άρθρο τους στη δεξαμενή σκέψης Bruegel.

«Η εστίαση στην χρηματοδότηση της άμυνας και των παραδόσεων σε εθνικό επίπεδο ενέχει τον κίνδυνο οι δημοσιονομικά αδύναμες χώρες να μην αυξήσουν τις δαπάνες ή να δημιουργήσουν μη βιώσιμα χρέη», προειδοποιούν οι Ρόελ Μπέτσμα (καθηγητής Μακροοικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ), Μάρκο Μπούτι (πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και Φραντέσκο Νικόλι (καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης).

«Οποιοδήποτε αποτέλεσμα θα μπορούσε να υπονομεύσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα».

«Θα εξαρτηθεί από την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να τα διατηρήσουν εντός τακτοποιημένων θεσμικών ορίων», παρατηρούν.

«Θα χρειαστεί να δείξουν μεγάλη οξύνοια»…

Πηγή

Διαβάστε Περισσότερα

Tελευταία Nέα