Ο ταλαντούχος ηθοποιός Θανάσης Μεγαλόπουλος μιλά στο enikos.gr για το περίφημο “NOMSFERATU” που πρωταγωνιστεί στη θεατρική σκηνή και το λόγο που ενθουσιάστηκε με το ρόλο του στην κωμική σειρά της Ερτ1 “Καλά θα πάει αυτό”.
Νάντια Ρηγάτου
–Αρχικά θα ήθελα να μας βάλεις στον κόσμο του “NOMSFERATU”, που πρωταγωνιστείς κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στο Θέατρο 104.
Το Nomsferatu είναι μια θεατρική διασκευή μίας από τις πιο εμβληματικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου τρόμου, το Nosferatu του Μουρνάου – μια ταινία σταθμός στον μύθο των βρικολάκων. Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία σε βικτωριανή, γοτθική ατμόσφαιρα, με πολλά στοιχεία θρίλερ και horror.
Η σκηνική γλώσσα της παράστασης είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, καθώς συνδυάζει τις φόρμες του βωβού εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου με την παντομίμα και τη slapstick κωμωδία.
Με παντομίμα, κινηματογραφικές προβολές και εξπρεσιονιστική αισθητική, η παράσταση μεταμορφώνει τον τρόμο σε σαρκασμό και τον μύθο του Δράκουλα σε σχόλιο πάνω στη μοναξιά, τον έρωτα και την εξουσία του φόβου. Ο Johnny O σκηνοθετεί ένα έργο που δεν παίρνει ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό του, αλλά καταφέρνει να μας κάνει να ανατριχιάζουμε και να γελάμε ταυτόχρονα.
–Ο θεατής θα τρομάξει; Θα γελάσει; Σε ποιο κοινό απευθύνεται;
Η παράσταση είναι ιδανική για όσες και όσους αγαπούν το είδος των ταινιών τρόμου και όλο το σύμπαν των βρικολάκων, καθώς και για τους φίλους του βωβού κινηματογράφου.
Επειδή ακολουθεί τον ιδιαίτερο κώδικα του βωβού σινεμά, είναι πραγματικά κατάλληλη για όλες τις ηλικίες.
Η γοτθική, «βαμπιρική» ατμόσφαιρα δημιουργεί ένα έντονο αίσθημα αγωνίας και τρόμου, ενώ η βουβή αφήγηση και οι γρήγοροι ragtime ρυθμοί της μουσικής μαλακώνουν το θυμικό του κοινού, προκαλώντας γέλιο και ανασύροντας μια χαμένη παιδική αθωότητα.
Τέλος, η περιπετειώδης πλοκή κάνει τον θεατή να νιώθει ενεργό μέρος της ιστορίας, να συμπληρώνει ο ίδιος τα κενά της βουβής αφήγησης και να συμμετέχει ουσιαστικά στη φαντασιακή εμπειρία του έργου.
–Ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να περάσει η συγκεκριμένη παράσταση;
Ο Νοσφεράτου είναι μια σκιά που, ξεκινώντας από έναν σκοτεινό και μακρινό πύργο, καταφέρνει να καταλάβει ολόκληρο το Παρίσι – την πόλη του φωτός. Τρέφεται και δυναμώνει από τις σκιές των χαρακτήρων που συναντά: από τη φιλαργυρία του Ρέντφιλντ, τη λαγνεία της Λούσι, την αλαζονεία του Βαν Χέλσινγκ. Χαρακτήρες ευάλωτοι, ο καθένας σε μια σκοτεινή πλευρά του εαυτού του που μπορεί να μην γνωρίζει καν ότι υπάρχει μέσα του.
Το «Κακό» τρέφεται από τα πάθη και τα σκοτάδια που κρύβει μέσα του ο καθένας και η καθεμιά μας. Για μένα, αυτό το έργο προειδοποιεί πως, όταν νικά το κακό, είναι συχνά επειδή του το επιτρέπουμε· γιατί συνεχίζουμε να το ταΐζουμε με το ίδιο μας το αίμα.
–Ο δικός σου ρόλος στο έργο;
Παίζω τον γιατρό Βαν Χέλσινγκ, τον εραστή της Λούσι, φίλο του Τζόναθαν και βασικό ανταγωνιστή του έργου. Κατασκευάζει ένα θαυματουργό φάρμακο – όπλο και ταξιδεύει ως τη Ρουμανία και πάλι πίσω στο Παρίσι για να σκοτώσει τον βρικόλακα κόμη Όρλοκ.
–Το έργο είναι βασισμένο στην εμβληματική κινηματογραφική ιστορία τρόμου. Πότε είδες πρώτη φορά ταινία τρόμου και ποια είναι η γνώμη σου για αυτό το είδος κινηματογράφου; Ως ηθοποιός, ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος;
Ο μύθος του Δράκουλα, των βαμπίρ και η ταινία του Μούρναου έχουν επηρεάσει τόσο πολύ την ποπ κουλτούρα που δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει δει τουλάχιστον μία βασική ταινία του είδους.
Πρέπει να ήμουν στο δημοτικό όταν είδα την πρώτη μου ταινία τρόμου, και θυμάμαι ότι αμέσως λάτρεψα το είδος. Αργότερα, στα εφηβικά μου χρόνια, είχα την κλασική παρέα φίλων με την οποία πηγαίναμε κάθε εβδομάδα σινεμά – και τις περισσότερες φορές βλέπαμε κάποιο θρίλερ ή horror movie.
Μια καλή ταινία τρόμου λειτουργεί σαν καταπραϋντικό της ψυχής: είναι τόσοι πολλοί οι φόβοι που υπάρχουν καταπιεσμένοι μέσα μας, που όταν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να φοβηθεί, να εκφράσει αυτό το συναίσθημα μέσα από την ασφάλεια της προβολής, αμέσως μετά αισθάνεσαι λυτρωμένος. Για αυτό πάντα μετά από μια καλή ταινία τρόμου –ή ένα απότομο jumpscare– χαμογελάμε.
Προσωπικά, ένας από τους συχνούς εφιάλτες που βλέπω είναι ότι ανεβαίνω στη σκηνή και δεν θυμάμαι τα λόγια μου ή ότι δεν έχω κάνει καθόλου πρόβα για κάτι. Στην πραγματική ζωή, ως ηθοποιός, ο μόνος μου φόβος είναι να βρεθώ σε μια κακή συνεργασία, όπου η καλλιτεχνική ομάδα δεν έχει συγκεκριμένο όραμα, κώδικα, μέθοδο ή διακύβευμα για αυτό που πάει να φτιάξει.
–Είσαι στο “Καλά θα πάει κι αυτό”, μια πολύ φιλόδοξη παραγωγή της ΕΡΤ. Πώς είναι για σένα αυτή η συνεργασία;
Μου ζήτησαν να παίξω έναν σκηνοθέτη – κατά συρροή κακοποιητή – που ασκεί σεξουαλική παρενόχληση σε μια ηθοποιό, και δέχτηκα τον ρόλο αμέσως όταν έμαθα ότι η πρωταγωνίστρια αντιδρά και του ρίχνει πολύ ξύλο! Ωραία πράγματα να μαθαίνουμε από την τηλεόραση…
–Πώς βλέπεις τη μυθοπλασία φέτος στην τηλεόραση;
Χαίρομαι που φέτος παίρνουν περισσότερο χώρο οι κωμωδίες και οι σειρές δράσης με πιο σύγχρονα θέματα και αφηγήσεις. Είναι μια ωραία αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, όπου τα περισσότερα σενάρια ήταν εποχής και βλέπαμε συνέχεια την ίδια ιστορία: τρεις ή περισσότερες οικογένειες που χωρίζονται από «φανερά πάθη» και ενώνονται από «κρυφά μυστικά».
–Πολλά νέα παιδιά που γνωρίζουμε μέσα από τα σίριαλ αμείβονται πολύ χαμηλά, ακόμα κι αν η σειρά κάνει νούμερα και φέρνει κέρδος στο κανάλι. Αυτό πώς σε κάνει να νιώθεις και τι θα ήθελες ιδανικά να αλλάξει;
Η αλήθεια είναι ότι επιβεβαιώνεται όλο και πιο συχνά μια θλιβερή ανισότητα στις αμοιβές των ηθοποιών στον χώρο της τηλεόρασης – και η ψαλίδα, αντί να κλείνει, ανοίγει. Οι νέοι και οι νέες συνάδελφοι που θέλουν να μπουν στον χώρο είναι πολλοί και συχνά διατεθειμένοι να δουλέψουν με χαμηλές αμοιβές, ελπίζοντας –όπως λένε– να «φτιάξουν όνομα». Αυτό είναι και το βασικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα που, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, δίνουμε στους παραγωγούς.
Οι περισσότεροι συνάδελφοι δεν καλύπτονται επαρκώς από το σωματείο μας, ούτε έχουν την ενημέρωση που χρειάζεται για να συντάξουν σωστά συμβόλαια που θα τους προστατεύουν. Πρόχειρα ή ιδιωτικά συμβόλαια, χωρίς πρόβλεψη για ποσοστά επαναλήψεων ή πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα, αποτελούν σήμερα τον κανόνα. Αυτά όλα πρέπει να τα προσέχουμε πολύ στη διαπραγμάτευση κάθε συμφωνίας.
Όμως, στην Ελλάδα των χαμηλών προϋπολογισμών και της απουσίας διαφάνειας, το πρόβλημα είναι συστημικό, όχι ατομικό. Όπως σε πολλούς επαγγελματικούς κλάδους, έτσι και στις τηλεοπτικές ή κινηματογραφικές παραγωγές, όλα τα στάδια και τα πόστα που δεν είναι “βιτρίνες” παραμένουν υποστελεχωμένα και κακώς αμειβόμενα.
Info
“Nomsferatu”, Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:00
Θέατρο 104
Ευμολπιδών 41, Γκάζι